ΑΣ ΑΝΑΨΟΥΜΕ ΜΙΑ ΦΩΤΙΑ

Η βροχή με καταδιώκει. Δεν μπορώ να το εξηγήσω διαφορετικά. Προσπάθησα, πολλές φορές στ’ αλήθεια, να παραβλέψω το σύμπαν και τις αντοχές του. Το σύμπαν και τα σενάρια συνωμοσίας των καιρών, πως όλα τάχα περιστρέφονται γύρω από αυτό, πως όλα δήθεν είναι γραμμένα, πως η φλόγα κάποτε θα σβήσει, πως η μοίρα είναι με το μέρος μου ή με το μέρος κάποιου άλλου, όμως, κάποιες φορές, δεν μπορώ να παραβλέψω τα σημάδια. Εκείνα τα σημάδια τα οποία εμφανίζονται απλόχερα μπροστά μου, για να μου ανοίξουν απλώς τα μάτια κι εγώ, ο χαζός, απλώς τα αγνοώ.

blograin

Είναι αυτό που οι σπουδαίοι ήρωές μου αποκαλούν «ελευθερία» ή έστω μια μικρή αναπνοή, εκείνα τα κρύα βράδια που με άγρυπνο μάτι, μαζί τους κάνω πέρα τη θλίψη μιας νύχτας άφεγγης αφήνοντάς τη χαμένη να περιπλανιέται ψάχνοντας το φως του πρωινού ήλιου σε εκείνα τα μονοπάτια που δεν θα περπατήσω πια. Ίσως κάποτε να τ’ αντικρίσω, απέναντί μου, στα οράματά μου, μαζί με εκείνες τις φωνές που άκουσα στον ξύπνιο μου, εκείνο το βράδυ, όταν μοίραζες χωρίς χρεώσεις χιλιάδες ελεύθερα όνειρα, ψιθυρίζοντάς μου «ταξίδεψέ με». Και τότε εγώ, κοιτάζοντας την πόλη, τη θάλασσα, τα εκατομμύρια αστέρια που έπεφταν ανεύθυνα μπροστά μας, σου απάντησα «ας ανάψουμε μια φωτιά».

Θυμάμαι την τελευταία λέξη που έσβησα, την τελευταία λέξη που έγραψα, κι ύστερα, θυμάμαι το φως. Το φως που έπεσε κατάλευκο στα μούτρα μου σαν μια πετυχημένη πτώση αλεξίπτωτου στο αποκορύφωμά της. Τα σύννεφα εξαφανίστηκαν διά μαγείας λες και το λίκνο της δικής μου ζωής βρέθηκε άθικτο, κάπου μεταξύ φωτιάς και νερού.

Περίεργα πράγματα. Φόρεσα γυαλιά ηλίου και βγήκα έξω στην πόλη. Λες και το φως περίμενε την τελευταία λέξη που έγραψα για να δώσει το «παρών» του, για να κλείσει προσωρινά, μάλλον οριστικά, ο κύκλος της πρώτης μου ζωής. Να κλείσει την πόρτα στους παλιούς λογαριασμούς, αυτούς που τήρησαν τις υποσχέσεις τους και άφησαν τις ενοχές στην άκρη, στις μακρινές γωνιές του πλανήτη μου.

Την ίδια στιγμή που περπατούσα σε ένα στενό δρομάκι στην παλιά πόλη των Βρυξελλών, κι ενώ άφηνα πίσω μου την «πιο όμορφη ιστορία», κάπου αλλού, λίγους μήνες μετά, ξεκίνησε το πιο όμορφο ταξίδι. Τα φώτα δεν έσβησαν ποτέ, οι λέξεις βρήκαν το δρόμο, η ζωή βρήκε τον τρόπο και το σκοτάδι αποκοιμήθηκε, ανακουφισμένο πια, στην αγκαλιά του μπλε φεγγαριού. Κι ύστερα, το φως μοιράστηκε απλόχερα σε παλιούς και νέους φίλους που αγάπησαν το δικό μου παραμύθι.

Και μέσα σε λίγους μήνες, τα αστέρια ξεχύθηκαν στο δικό μου ουρανό αφήνοντας τη λάμψη τους ελεύθερη να θηλάζει εκείνα τα εκατομμύρια αστείρευτα όνειρα που κάνω πριν κλείσω τα μάτια για να κοιμηθώ. Τα σύννεφα βρήκαν την ισορροπία τους σε μία καταδίωξη βροχής που ποτέ, στ’ αλήθεια, δεν κατάφερα να ελέγξω. Και μετά, κάπου μεταξύ φωτιάς και νερού, σαν εικόνες από χώρες μακρινές κι αγαπημένες, ήρθαν κοντά μου εκείνες οι ώρες. Οι ώρες που βρέθηκαν στους δρόμους, στις θάλασσες, στις πόλεις του κόσμου που αγάπησα, εκεί που τα όνειρα συνάντησαν το δικό μου παραμύθι. Το δικό μας, πια, παραμύθι.

the-girl-in-the-rain-jpg

Έξω ρίχνει βροχή. Κάποια «συνηθισμένα πράγματα», στ’ αλήθεια, δεν αλλάζουν ποτέ. Γιατί μπορεί η πρώτη μου ζωή να τελείωσε, μαζί με εκείνον τον καφέ στο φλυντζάνι, με τον άσπρο σταυρό στην κόκκινη επιφάνεια, αλλά η δεύτερη θα είναι ακόμη καλύτερη, σαν χιλιάδες ξεχασμένες ιστορίες που δεν έχουν τέλος ούτε αρχή, ζωντανεύοντας για ακόμη μια φορά το μουντό, χειμωνιάτικο ουρανό, προσφέροντας με αυτό τον τρόπο σκηνές μαγικές, εκπληκτικές κι ονειρεμένες.

Μία μεγάλη φωνή μου τραγουδά, αυτή τη μοναδική στιγμή που σου γράφω. Μαζεύοντας χιλιάδες διαβατήρια και παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες απ’ το πάτωμα της ψυχής μου, στο ψιθυρίζω λες κι είναι η πρώτη φορά που σε συνάντησα: «Τα καλύτερα θα’ ρθουν».

(“Έτσι άρχισαν όλα”, Νοέμβριος 2014)

Leave a Reply

Your email address will not be published.