Category Archives: ΣΚΕΨΕΙΣ

ΜΕ ΒΑΦΤΙΣΑΝ «ΚΩΣΤΑ»

Για πολλά χρόνια νόμιζα ότι ήμουν υιοθετημένος. Μέχρι πρόσφατα, μάλιστα, ήλπιζα να με καλέσουν οι πραγματικοί, βιολογικοί μου γονείς, στην εκπομπή «Πάμε Πακέτο», για να ανταμώσουμε ξανά, μετά από 36 ολόκληρα χρόνια.

Εντελώς μεταξύ μας παρακαλούσα όπως οι βιολογικοί μου γονείς να ήταν τουλάχιστον μεγιστάνες, με μία αμύθητη περιουσία ταγμένη για μένα, η οποία θα μου πρόσφερε εξολοκλήρου την άνεση και την πολυτέλεια για να γυρίζω ελεύθερος στις πόλεις του κόσμου, με δικό μου air jet, χωρίς να αναγκάζομαι να διαπράττω αβάστακτες οικονομικές περικοπές, κυκλοφορώντας ακόμη με το ίδιο μικρό, μπλε αυτοκίνητο, το οποίο οδηγώ τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια.

Θα σκέφτεσαι μάλλον, ότι είμαι παρανοϊκός. Άκου, λοιπόν, πως έχουν τα πράγματα, και πες μου αν κάνω λάθος. Από την τελετή της βάφτισής μου δεν υπάρχει ούτε μία φωτογραφία. Κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Μια καλή μέρα μου ανακοίνωσαν, πως με βάφτισαν «Κώστα», σε μία μικρή εκκλησία, σε κάποιο απομακρυσμένο χωριό, συστήνοντάς μου δύο υπέροχους νονούς, μαζί με μία ξεθωριασμένη μπομπονιέρα, τονίζοντάς μου μάλιστα, πως ήμουν ένα υπέρβαρο, ιδιότροπο μωρό που έκλαιγε συνέχεια!

Scan copy 4

Στο αθώο ερώτημα «Γιατί ‘Κώστας’ και όχι ‘Κωνσταντίνος’;», η απάντησή τους ήταν απλή: «Ο παππούς σου ονομαζόταν ‘Κώστας’ και επέμενε να πάρεις το ίδιο ακριβώς όνομα με το δικό του».

Στην επόμενη φυσιολογική ερώτησή μου, «Μα, γιατί ο ιερέας δέχθηκε να με βαφτίσει ‘Κώστα’ και όχι ‘Κωνσταντίνο’;» η απάντησή τους ήταν κάπως διαφορετική, αλλά, έπρεπε, πάλι, να τους πιστέψω: «Ο ιερέας που σε βάφτισε, ήταν πάρα πολύ προχωρημένος. Να φανταστείς, είχε μία κόρη η οποία κυκλοφορούσε ντυμένη και περιφερόταν στο χωριό… ως άντρας! Έτσι η αποδοχή στο όνομα ‘Κώστας’, ήταν το λιγότερο απ’ τα ‘προβλήματα’ που είχε να αντιμετωπίσει…».

Να σου πω όλη την αλήθεια, δεν ξέρω αν γιορτάζω το Μάη. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει Άγιος Κώστας. Πρόσφατα, μάλιστα, ανακάλυψα πως στην εντομολογία η λέξη «Costa» ή «Kosti», θα πει «The main vein running along the leading edge of an insect’s wing.”

Ο «Κώστας», δηλαδή, δεν είναι καν φτερό, αλλά η άκρη (νομίζω) του φτερού, κάπου (κάπως) σε ένα έντομο. Στα λατινικά δε, από όπου προέρχεται η αυθεντική λέξη «Costa», η εξήγηση είναι ακόμη πιο πολύπλοκη: «rib side / flank / back rib with meat ribs / frame of ship sides of pot», κάποιο «rib», δηλαδή, έχοντας ως κύρια βάση το κρέας (ή το καρέ των πλευρών του πλοίου!).

Στην αρχή, προσπάθησα να εξηγήσω όλα τα πιο πάνω στη γιαγιά, η οποία έκανε τη «γιορτή» μου, στην εκκλησία κάθε «Κωνσταντίνου και Ελένης», πως δεν χρειάζεται πια να μπαίνει σε τέτοια έξοδα διότι, εντελώς εγκυκλοπαιδικά, το όνομά μου δεν είναι «Κωνσταντίνος», αλλά μία άκρη (νομίζω) φτερού του οποιουδήποτε εντόμου ή κάποια πλάτη κρέατος ή μία κορνίζα της πλευράς – καρέ κάποιου πλοίου, για να μην αναφερθώ και στη γνωστή αλυσίδα καφέ και κατηγορηθώ για διαφήμιση…

Η γιαγιά, λίγο πριν λιποθυμήσει, με κατηγόρησε για βλασφημία, με απείλησε με αφορισμό, κάνοντας, παράλληλα, εκατοντάδες φορές το σταυρό της, απαγγέλλοντας δεκάδες ξόρκια και ευχές, εκλιπαρώντας θεούς και δαίμονες να φύγουν (επιτέλους) από μέσα μου για να αποδεχθώ τα γεγονότα.

Στη συνέχεια, προσπάθησα να πείσω του γονείς πως είμαι όντως υιοθετημένος (αν η μαμά ξυρίσει το κεφάλι και ο μπαμπάς το μουστάκι είμαστε ολόιδιοι) διότι τάχα δεν υπήρχε κανένα αποδεικτικό στοιχείο από τη βάφτισή μου, με αποτέλεσμα να βάλουν τα κλάματα, να εκτοξεύσουν απειλές για αποκλήρωση, γιατί δήθεν τους απαρνήθηκα για τα λεφτά του μεγιστάνα.

Στο τέλος, προσπάθησα να ανακαλύψω τον ιερέα και την κόρη του, για να μάθω όλη την αλήθεια, να ξεκαθαρίσω μία για πάντα τα πράγματα στο μυαλό μου, αλλά με ενημέρωσαν πως ο ιερέας πέθανε και η κόρη (ή ο γιος του), μετακόμισε για πάντα στην Αυστραλία, με αποτέλεσμα να αποδεχθώ τα γεγονότα όπως αρχικά μου τα περιέγραψαν…

Και κάπως έτσι, έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

 Υ.Γ. Η πιο πάνω, είναι η ιστορία της «υιοθεσίας» και της «βάφτισής» μου και τη μοιράζομαι, για να γιορτάσω μαζί σου, την επερχόμενη 37η «Κωνσταντίνου και Ελένης». Αν έχεις οποιαδήποτε απορία για όλα τα πιο πάνω, μάλλον, δεν θα μάθουμε ποτέ τι έγινε στην πραγματικότητα…

Scan copy 2

ΚΕΚΛΕΙΣΜΕΝΩΝ ΤΩΝ ΘΥΡΩΝ

Πίσω από κάθε κλειστή πόρτα βρίσκονται κρυμμένα εκατοντάδες μυστικά. Πράγματα για τα οποία δεν μπορώ να μιλήσω σε κανένα, ούτε στον ίδιο μου τον εαυτό.

door-dark-2

Συνήθως τα κρατώ καλά κρυμμένα μέσα μου, λες και με αυτό τον τρόπο θα βολευτούν στην πιο απόμερη γωνιά του μυαλού μου. Κάποιες άλλες φορές, έχω τη ψευδαίσθηση πως θα επιβιβαστούν στο πρώτο αεροπλάνο και θα εξαφανιστούν, λες κι αν φύγουν για πάντα, να πάνε κάπου αλλού, θα αναχωρήσουν ακόμη κι απ’ τον ίδιo μου τον εαυτό. Ξεχνώ, όμως, πως για να προχωρήσω μπροστά, πρέπει πρώτα να κοιτάξω πίσω για να βεβαιωθώ πως στην πρώτη μου ζωή δεν έμειναν απόμερες γωνιές.

Ο χρόνος δεν προφητεύει πως θα ζήσω χιλιάδες μέρες. Ούτε υπέγραψα συμβόλαιο για εκατοντάδες χρόνια διαδρομής. Ξετυλίγει τα πράγματα τόσο γρήγορα και περίτεχνα, κι άντε μετά να τον προλάβω. Ύστερα, στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη ψάχνοντας να βρω το χάσμα, λίγο πριν αναρωτηθώ για εκείνο το σπινθηροβόλο βλέμμα και το πάθος για ζωή, γι’ αυτή την ένταση στα χέρια, τους καινούργιους έρωτες, γι’ αυτή την κάψα στη ψυχή…

Ο χρόνος δεν προφητεύει τίποτα. Ο χρόνος είναι ένας απαθής, διεκπεραιωτής κατευθυνόμενων δρομολογίων.

(Λέξεις, σκέψεις και μικρά αποσπάσματα, από το δεύτερό μου βιβλίο, το οποίο ξεκίνησα να γράφω αυτό το “Χειμώνα”. Τις μοιράζομαι μαζί σου. Νοέμβριος 2014.)

dark_room-2

ΑΣ ΑΝΑΨΟΥΜΕ ΜΙΑ ΦΩΤΙΑ

Η βροχή με καταδιώκει. Δεν μπορώ να το εξηγήσω διαφορετικά. Προσπάθησα, πολλές φορές στ’ αλήθεια, να παραβλέψω το σύμπαν και τις αντοχές του. Το σύμπαν και τα σενάρια συνωμοσίας των καιρών, πως όλα τάχα περιστρέφονται γύρω από αυτό, πως όλα δήθεν είναι γραμμένα, πως η φλόγα κάποτε θα σβήσει, πως η μοίρα είναι με το μέρος μου ή με το μέρος κάποιου άλλου, όμως, κάποιες φορές, δεν μπορώ να παραβλέψω τα σημάδια. Εκείνα τα σημάδια τα οποία εμφανίζονται απλόχερα μπροστά μου, για να μου ανοίξουν απλώς τα μάτια κι εγώ, ο χαζός, απλώς τα αγνοώ.

blograin

Είναι αυτό που οι σπουδαίοι ήρωές μου αποκαλούν «ελευθερία» ή έστω μια μικρή αναπνοή, εκείνα τα κρύα βράδια που με άγρυπνο μάτι, μαζί τους κάνω πέρα τη θλίψη μιας νύχτας άφεγγης αφήνοντάς τη χαμένη να περιπλανιέται ψάχνοντας το φως του πρωινού ήλιου σε εκείνα τα μονοπάτια που δεν θα περπατήσω πια. Ίσως κάποτε να τ’ αντικρίσω, απέναντί μου, στα οράματά μου, μαζί με εκείνες τις φωνές που άκουσα στον ξύπνιο μου, εκείνο το βράδυ, όταν μοίραζες χωρίς χρεώσεις χιλιάδες ελεύθερα όνειρα, ψιθυρίζοντάς μου «ταξίδεψέ με». Και τότε εγώ, κοιτάζοντας την πόλη, τη θάλασσα, τα εκατομμύρια αστέρια που έπεφταν ανεύθυνα μπροστά μας, σου απάντησα «ας ανάψουμε μια φωτιά».

Θυμάμαι την τελευταία λέξη που έσβησα, την τελευταία λέξη που έγραψα, κι ύστερα, θυμάμαι το φως. Το φως που έπεσε κατάλευκο στα μούτρα μου σαν μια πετυχημένη πτώση αλεξίπτωτου στο αποκορύφωμά της. Τα σύννεφα εξαφανίστηκαν διά μαγείας λες και το λίκνο της δικής μου ζωής βρέθηκε άθικτο, κάπου μεταξύ φωτιάς και νερού.

Περίεργα πράγματα. Φόρεσα γυαλιά ηλίου και βγήκα έξω στην πόλη. Λες και το φως περίμενε την τελευταία λέξη που έγραψα για να δώσει το «παρών» του, για να κλείσει προσωρινά, μάλλον οριστικά, ο κύκλος της πρώτης μου ζωής. Να κλείσει την πόρτα στους παλιούς λογαριασμούς, αυτούς που τήρησαν τις υποσχέσεις τους και άφησαν τις ενοχές στην άκρη, στις μακρινές γωνιές του πλανήτη μου.

Την ίδια στιγμή που περπατούσα σε ένα στενό δρομάκι στην παλιά πόλη των Βρυξελλών, κι ενώ άφηνα πίσω μου την «πιο όμορφη ιστορία», κάπου αλλού, λίγους μήνες μετά, ξεκίνησε το πιο όμορφο ταξίδι. Τα φώτα δεν έσβησαν ποτέ, οι λέξεις βρήκαν το δρόμο, η ζωή βρήκε τον τρόπο και το σκοτάδι αποκοιμήθηκε, ανακουφισμένο πια, στην αγκαλιά του μπλε φεγγαριού. Κι ύστερα, το φως μοιράστηκε απλόχερα σε παλιούς και νέους φίλους που αγάπησαν το δικό μου παραμύθι.

Και μέσα σε λίγους μήνες, τα αστέρια ξεχύθηκαν στο δικό μου ουρανό αφήνοντας τη λάμψη τους ελεύθερη να θηλάζει εκείνα τα εκατομμύρια αστείρευτα όνειρα που κάνω πριν κλείσω τα μάτια για να κοιμηθώ. Τα σύννεφα βρήκαν την ισορροπία τους σε μία καταδίωξη βροχής που ποτέ, στ’ αλήθεια, δεν κατάφερα να ελέγξω. Και μετά, κάπου μεταξύ φωτιάς και νερού, σαν εικόνες από χώρες μακρινές κι αγαπημένες, ήρθαν κοντά μου εκείνες οι ώρες. Οι ώρες που βρέθηκαν στους δρόμους, στις θάλασσες, στις πόλεις του κόσμου που αγάπησα, εκεί που τα όνειρα συνάντησαν το δικό μου παραμύθι. Το δικό μας, πια, παραμύθι.

the-girl-in-the-rain-jpg

Έξω ρίχνει βροχή. Κάποια «συνηθισμένα πράγματα», στ’ αλήθεια, δεν αλλάζουν ποτέ. Γιατί μπορεί η πρώτη μου ζωή να τελείωσε, μαζί με εκείνον τον καφέ στο φλυντζάνι, με τον άσπρο σταυρό στην κόκκινη επιφάνεια, αλλά η δεύτερη θα είναι ακόμη καλύτερη, σαν χιλιάδες ξεχασμένες ιστορίες που δεν έχουν τέλος ούτε αρχή, ζωντανεύοντας για ακόμη μια φορά το μουντό, χειμωνιάτικο ουρανό, προσφέροντας με αυτό τον τρόπο σκηνές μαγικές, εκπληκτικές κι ονειρεμένες.

Μία μεγάλη φωνή μου τραγουδά, αυτή τη μοναδική στιγμή που σου γράφω. Μαζεύοντας χιλιάδες διαβατήρια και παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες απ’ το πάτωμα της ψυχής μου, στο ψιθυρίζω λες κι είναι η πρώτη φορά που σε συνάντησα: «Τα καλύτερα θα’ ρθουν».

(“Έτσι άρχισαν όλα”, Νοέμβριος 2014)