Με κοίταξε και χαμογέλασε θλιμμένα. «θέλω χρόνο. Μπορείς να μου βρεις λίγη ζωή ακόμα;».
Μετακίνησα προσεκτικά το κρεβάτι κοντά στο παράθυρο. Κάθισα δίπλα του. Μείναμε καρφωμένοι στο τζάμι, για αρκετή ώρα. Ο Μάρκος αποφάσισε να σπάσει τη σιωπή του εκπλήσσοντάς με ξανά, έτσι στα ξαφνικά, όπως έκανε πάντα. Ο Μάρκος ήταν ξεχωριστός άνθρωπος. Η ιδιοσυγκρασία του ήταν έμφυτο ταλέντο και οι στιγμές μαζί του δεν ήταν ποτέ βαρετές. Εκείνη τη μέρα, για πρώτη φορά, μου ανακοίνωσε το τέλος του.
«Έτσι θέλω να φύγω. Να πέφτω σαν το χιόνι. Να μην πονάω πια. Όλα γύρω μου να είναι όμορφα. Εσύ να’ σαι μαζί μου, δίπλα μου, να με κοιτάζεις. Έτσι δεν θα φοβάμαι πια. Μετά, θέλω να γράψεις για μένα. Για τη δική μας τη συνάντηση. Και θέλω να μου υποσχεθείς πως θα’ ναι η πιο όμορφη ιστορία. Μόνο έτσι θα σε προσέχω από το μπλε φεγγάρι. Θα το έκανες αυτό για μένα;»
Στην αρχή, τον κοίταζα με καχυποψία. Ύστερα, τον αντιμετώπισα. Πέταξα από πάνω μου τα μαύρα, έκλεισα τις σάπιες πόρτες και άνοιξα τα μεγάλα παράθυρα. Έξω έριχνε χιόνι. Τον ελευθέρωσα.