Ντύθηκα στα μαύρα. Γενάρης μήνας. Μέρα Σάββατο. Στήθηκα μπροστά στον καθρέφτη. Έμεινα να με κοιτάζω με καχυποψία. Νομίζω το κόκκινο, μου ταιριάζει καλύτερα. Τα έβγαλα βιαστικά από πάνω μου. Κτύπησα το γόνατό μου, στην άκρη του κρεβατιού. Έτριξα τα δόντια και με έβρισα.
Δίπλωσα τα μαύρα. Τα έκρυψα βαθιά μέσα στην ντουλάπα, εκεί που δεν θα τα έβρισκα ξανά. Μύριζε λεβάντα. Πήρα το μπλε τζιν, χώθηκα στο κόκκινο πουλόβερ και φόρεσα τα πράσινα πάνινα παπούτσια. «Πολύ καλύτερα» σκέφτηκα. Χαμογέλασα.
Έβαλα το νερό να ζεσταθεί. Άρπαξα το μεγάλο φλιτζάνι του καφέ, αυτό με τον άσπρο σταυρό στην κόκκινη επιφάνεια. Μου το ’φερε ένας φίλος απ’ τα παλιά, χαμένος στη Ζυρίχη. Εκατοντάδες μέρες πριν. Είναι τ’ αγαπημένο μου. Έριξα μέσα τον καφέ. Μου ξέφυγε λίγος και βρέθηκε στο πάτωμα. Άνοιξα το κόκκινο ψυγείο. Το γάλα, μου τελείωσε. Συνηθισμένα πράγματα.
Δεν είμαι αμελής. Αντίθετα, δεν αφήνω τίποτα στην τύχη. Προγραμματίζω το καθετί. Γράφω ατελείωτες λίστες και βάζω τικ, δίπλα στα γραμμένα. Απλώς ξεχάστηκα. Συνήθως την παθαίνω με τις ημερομηνίες. Ξέρεις, γενέθλια, γιορτές, επετείους γάμων, μνημόσυνα. Οι φίλοι μου με έμαθαν πια. Νομίζω δεν τους πειράζει. Μάλλον όχι, κάποιοι δεν μου το συγχώρησαν ποτέ. Έγραψαν οδηγίες χρήσεως με απαράβατους όρους και κανόνες. Κάποτε τους ακολουθούσα πιστά. Έκανα το σωστό, ήμουν υπόδειγμα. Καμιά φορά, ασκούσα αυστηρή κριτική στον εαυτό μου. Με τιμωρούσα κι έτσι ο ύπνος με ξεχνούσε. Σκόνταφτα στο μαξιλάρι, μετρούσα προβατάκια, άρμεγα αγελάδες κι έριχνα βελάκια. Ύστερα έμαθα. Έκλεισα τις σάπιες πόρτες και άνοιξα τις καινούργιες, τα μεγάλα παράθυρα, ώσπου είδα το φως.
Δεν φοβάμαι να βαδίζω στο σκοτάδι. Φοβάμαι όμως τα φίδια και τους οδοντογιατρούς. Ο καλύτερός μου φίλος, ο Πάρης, είναι γιατρός. Ένα απομεσήμερο στην Κρήτη, χιλιάδες καλοκαίρια πριν, κολύμπησα σε μια λίμνη με νερόφιδα. Κάποτε είχαμε ένα σκύλο. Αναγκαστήκαμε να τον ξεφορτωθούμε γιατί ξεσήκωνε τη γειτονιά. Προσπάθησα να τον πείσω να συνεργαστεί, για το καλό όλων μας, αλλά εκείνος το βιολί του. Μια Κυριακή τον πήραν μακριά. Ακόμα να με συγχωρήσω.
Από μικρός ζήλευα τις μεγάλες παρέες. Δυο – τρεις φίλους είχα όλους κι όλους. Ήμουν στρουμπουλός, άσχημος, λιγάκι ασουλούπωτος, με μαλλί αφάνα. Ένα βράδυ με πανσέληνο έσκισα τις παλιές φωτογραφίες. Τις έκαψα. Το άλλο πρωί, έκαψα και τα κιλά. Εξαφανίστηκαν. Το γιόρτασα κτυπώντας το πρώτο μου τατουάζ. Ξαφνικά, όλοι μου έλεγαν πως τάχα ομόρφυνα κι εγώ έπαιρνα τα πάνω μου. Παρασύρθηκα, καβάλησα το καλάμι ποζάροντας για τα περιοδικά. Οι μεγάλες παρέες μ’ έριξαν στους προβολείς μιας μεγάλης ζωής. Τις ακολούθησα πιστά. Νομίζω κράτησα τις υποσχέσεις μου. Οι μεγάλες παρέες είναι μύθος. Το κατάλαβα, κι έφυγα νωρίς.
Έβαλα τη μουσική να παίζει δυνατά. Αυτήν, που οι φίλοι μου δεν άκουσαν ποτέ. Καμιά φορά οι στίχοι είναι αλλιώτικοι, διαφορετικοί, τραυλίζουν σε παράλογες επιθυμίες. Δεν με πειράζει. Αν όλοι είχαμε τα ίδια γούστα, θα ζούσαμε στιγμές παγκόσμιας ειρήνης. Είμαι ιδιόρρυθμος, το ξέρω. Λιγάκι δύσκολος. Νομίζω ζω σε κάποιον άλλον πλανήτη. Ο πατέρας μου, άλλωστε, φρόντιζε να μου το υπενθυμίζει συνέχεια, από τότε που με θυμάμαι.
Δεν ξέρω τι στο καλό είναι το οφσάιντ. Δεν κατάλαβα ποτέ τη λογική των είκοσι δύο που τρέχουν ξοπίσω την μπάλα. Δεν παίζω μπιρίμπα. Προσπάθησα, μια φορά, αλλά τα βρήκα σκούρα και τα παράτησα. Βαριέμαι αφόρητα τις συζητήσεις πολιτικών. Σταμάτησα να τους πιστεύω. Δεν καίγομαι να πάω στο Βέγκας, ούτε στο Ντουμπάι. Τα ψεύτικα τα φώτα, αυτά τα δεύτερα, δεν με εντυπωσιάζουν. Προτιμώ να ετοιμάζω εκείνο το ταξίδι, στριμωγμένος στο μικρό αυτοκίνητο, φορτωμένος το χιλιοφορεμένο σακίδιο, μακριά, στους αμπελώνες της Τοσκάνης. Δεν θέλω να μπει το καλοκαίρι. Φανατικός νοσταλγός του χειμώνα.
Αναζητώ την αλήθεια. Οι απαντήσεις βρίσκονται εκεί έξω. Στους δρόμους της πόλης. Στη μέρα και τη νύχτα. Στο φως και το σκοτάδι. Στο παρελθόν και το μέλλον. Οι απαντήσεις βρίσκονται εκεί που υποσχεθήκαμε περισσότερη αλήθεια.
Πολλές φορές, τον σκέφτομαι. Καμιά φορά, μου λείπει πολύ και βάζω τα κλάματα. Τον αναζητώ στις υπαίθριες αγορές. Σ’ εκείνες, στις όχθες του Τάμεση, με τους σκουριασμένους πάγκους και τα μεθυσμένα βιβλία. Ύστερα, συμμαζεύομαι και ξυπνώ από το λήθαργο. Βγαίνω έξω στη βροχή με τα χέρια διάπλατα ανοιχτά. Κάποιες φορές τρέχω στη θάλασσα, περιμένοντας υπομονετικά να μου αποκαλύψει τα μυστικά της.
Άρχισα να γράφω την ιστορία. Αυτήν, που του υποσχέθηκα. Περίμενε. Μη βιάζεσαι να βγάλεις συμπεράσματα. Δεν γεννήθηκα μεγάλος συγγραφέας, ούτε θλιμμένος ποιητής. Προς Θεού! Δεν είμαι λογοτέχνης, ούτε τύπος ρομαντικός. Είμαι καταδικασμένος. Να ονειρεύομαι εκείνα τα ταξίδια. Μην είσαι τρελός! Φυσικά και δεν θα πάρω το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ίσως όμως κερδίσω εκείνο το άλλο, της Ειρήνης. Μου ταιριάζει καλύτερα.
Τον συνάντησα ξανά στο Λονδίνο, όταν μαζί μου κουβάλησα το παρελθόν. Το στρίμωξα βιαστικά στην μπλε βαλίτσα μαζί μ’ εκείνο το βιβλίο που μου έστειλε, εκατοντάδες χρόνια πριν. Η καρδιά μου κτυπούσε δυνατά. Καμιά φορά, κόντευε να σπάσει. Οι αναμνήσεις έπαιρναν θέση, έβαζαν φωτιά, θωρακίζοντας ξανά τις σκέψεις μιας ολόκληρης ζωής. Τον θυμάμαι να γελά σαν μικρό παιδί, να θυμώνει μαζί μου και να φωνάζει για εκείνα, τα μικρά μας λάθη. Τον θυμάμαι να φεύγει.
Βούλιαξα στη δερμάτινη πολυθρόνα, απέναντί του. Ο Μάρκος, νοσταλγούσε την ξεγνοιασιά των παιδικών μας χρόνων. Στην πραγματικότητα, δεν γνώριζα τίποτα για τη ζωή και τις διαδρομές που ακολούθησε τα τελευταία οκτώ χρόνια. Στην αρχή, τον κοίταζα με καχυποψία. Ύστερα, τον αντιμετώπισα. Πέταξα από πάνω μου τα μαύρα, έκλεισα τις σάπιες πόρτες και άνοιξα τα μεγάλα παράθυρα. Έξω έριχνε χιόνι. Τον ελευθέρωσα.
Το κτύπημα στο γόνατο πόνεσε. Πώς τα κατάφερα πάλι; Η ιστορία της ζωής μου. Ήπια την τελευταία γουλιά κι άφησα το κόκκινο φλιτζάνι στο τραπέζι. Ο καφές, μου τελείωσε. Η ζωή συνεχίζεται. Συνηθισμένα πράγματα.
(Κώστας Χάρπας / Όσο χρειαστεί)