Όταν έφυγα με τους φίλους μου για Κάιρο…
Το βράδυ, το Κάιρο μοιάζει με τη Νέα Υόρκη ή με τη Βουδαπέστη, εάν προτιμάς. Λίγο τα φώτα (τα πολλά, έντονα φώτα), λίγο τα πελώρια κτίρια και ο Νείλος με τα ποταμόπλοια, δημιουργούν, πώς να το πω τώρα, μία «μαγική ατμόσφαιρα» μάλλον, βγαλμένη απ’ το βιβλίο της Άγκαθα Κρίστι, «Έγκλημα στο Νείλο», όπου ως ένας καινούργιος περιπλανώμενος Ηρακλής Πουαρώ, δεν ψάχνω το δολοφόνο, αλλά την ενέργεια της πόλης, η οποία σε ταξιδεύει 2800 – 2200 χρόνια π.Χ., τότε που η πρωτεύουσα της Αιγύπτου, ονομαζόταν «Μέμφις» και οι Φαραώ κατασκεύαζαν τις πρώτες Πυραμίδες…
Το πρωί, τα πράγματα είναι τόσο διαφορετικά. Η τσιμεντένια πόλη, οι μελαψοί άνθρωποι με τις χρωματιστές μαντίλες, η σκόνη της ερήμου, οι καμήλες, οι ακαθαρσίες, τα fiat και τα seat του 1980, τα ταξί με τις φλοκάτες, τα τρανζίστορ και τα λαμπιόνια, ο λερωμένος Νείλος (αν έχεις την ατυχία και πέσεις μέσα, θα κολλήσεις όλες τις αρρώστιες του αρχαίου, του μέσου και του νέου βασιλείου) με καπάκι ένα ‘σκοτεινό’ μουσείο (το καλύτερο, ίσως, μουσείο στον κόσμο!) πλημμυρισμένο με εκατοντάδες σκονισμένους θησαυρούς, κάνουν το Κάιρο να μοιάζει… ανεκτίμητο.
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Ο κολλητός μου, τότε, ο Φωκίωνας, μου πρότεινε να πάμε για λίγες μέρες στο Κάιρο. «Για σαφάρι στην έρημο», είπε, «είναι η ευκαιρία μας!», συνέχισε μ’ ενθουσιασμό. «Θα μας φιλοξενήσει ο ξάδελφός μου». Μόνιμος κάτοικος εκεί, τα τελευταία δύο χρόνια.
Να σου πω όλη την αλήθεια, δεν έχω καλό προσανατολισμό. Καμιά φορά, τα σύννεφα του χειμώνα με κουράζουν. Ο καιρός στο Κάιρο τον Απρίλη είναι ιδανικός. Θα είχαμε δωρεάν διαμονή και προσωπικό οδηγό, έτσι, τώρα που το σκέφτομαι ξανά, ο Φωκίωνας δεν χρειάστηκε να με πείσει. Είπα αμέσως το «ναι».
Τον ξάδελφό του δεν τον είχα δει ποτέ, ωστόσο λίγο πριν από την κάθοδό μας στην Αίγυπτο, ανταλλάξαμε πολλά ηλεκτρονικά μηνύματα. Λίγο οι γνωστές μου απορίες για τον καιρό, λίγο η ενημέρωση για τα μουσεία και τα μνημεία της πόλης, καθώς επίσης και ο βασανιστικός προγραμματισμός μου για το κάθε δευτερόλεπτο που θα περνούσαμε στην πόλη, έκαναν την επικοινωνία μαζί του απαραίτητη. Κι εκείνος ο άμοιρος, μου απαντούσε. Σ’ όλα τα παλαβά μηνύματα, για το πού βρίσκεται ο κάθε τάφος, η κάθε μούμια και η κάθε πέτρα που ποθούσα να εξερευνήσω.
Μια καλή μέρα, ο καημένος ο άνθρωπος δεν άντεξε στο παραλήρημα και μου απάντησε εξαντλημένος. «Σταμάτα τον προγραμματισμό! Βρίσκομαι τρία χρόνια εδώ και δεν πήγα ούτε τις Πυραμίδες να δω. Το μυστικό βρίσκεται στους ρυθμούς της πόλης. Η μαγεία κρύβεται εκεί έξω, στους δρόμους, στους ανθρώπους της. Ας τους βασιλιάδες στην ησυχία τους και βρες αυτό που ψάχνεις, στο παρόν».
Είχε απόλυτο δίκιο, αλλά ποτέ δεν έμαθα. Το παρελθόν μας, άλλωστε, δημιούργησε το παρόν και το παρόν θα φέρει αύριο το μέλλον. Η εξέλιξη, είναι μια συναρπαστική διαδικασία που έχει τη δική της γοητεία κι ας χάθηκαν οι Φαραώ από προσώπου γης.
Κάιρο. Απρίλης του 2008. Νύχτα στις αφίξεις. Ο οδηγός κρατούσε μια ταμπέλα, με ανορθόγραφα τα ονόματά μας. Φορτώσαμε τις αποσκευές μας στο μαύρο αυτοκίνητο. Κάθισα στη θέση του συνοδηγού. Διασχίσαμε τη μεγάλη γέφυρα. Το βράδυ, η πόλη είναι όμορφη. Τα πρώτα πλωτά εστιατόρια έκαναν την εμφάνισή τους στις όχθες του ποταμού Νείλου. Κοίταζα απ’ το παράθυρο τα ποταμόπλοια που με ταξίδευαν σ΄ άλλες εποχές.
Τη μέρα, η πραγματικότητα της πόλης και του υπερήλικα ποταμού αλλάζει, είναι κάπως διαφορετική. «Απογοητευτική» μπορώ να πω, γιατί πολύ απλά… δεν είναι τέλεια. Στα χρόνια που ακολούθησαν, η διαφορετικότητα της πόλης με οδήγησε ξανά κοντά της, ακόμα τρεις φορές.
Έτσι περπάτησα στους δρόμους της, κάνοντας δεκάδες παζάρια στην Αγορά του Αλ Χαλίλι, εκεί που αγόρασα τον πρώτο μου ναργιλέ κι έπαθα την πρώτη μου δηλητηρίαση γιατί έπρεπε να δοκιμάσω όλους τους φρέσκους χυμούς της αγοράς. Κι όταν πια ξεσκόνισα το Κάιρο, ένα απομεσήμερο του Μάρτη, έφτασα μέχρι τη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, εκεί που ο χρόνος σταμάτησε, αλλά η αλήθεια επανερχόταν ακλόνητη.
Απρίλης του 2008. Βρέθηκα στην Γκίζα. Στήθηκα μπροστά από τη μνημειακή Σφίγγα. Έμεινα να την κοιτάζω με δέος και θαυμασμό. Οι “θεοί” βγήκαν βόλτα. Αποχαιρέτησα τον Χέοπα, τον Χεφρήνα και τον Μυκερίνο. Οι Φαραώ δεν τσιγκουνεύονται τελικά! «Θα τα πούμε μια άλλη φορά. Σε κάποια άλλη ζωή ίσως…».