Πιο κάτω διαβάστε την πρώτη κριτική του βιβλίου από την Ανθή Ζαχαριάδου στο portal offsitecy. (link – http://offsite.com.cy/i-goitia-ke-i-tolmi-tis-protis-logotechnikis-emfanisis/)
Πρωτοεμφανιζόμενοι Συγγραφείς
Η γοητεία και η τόλμη της πρώτης λογοτεχνικής εμφάνισης
Πιστεύω ότι η δημιουργία προσδοκιών στον κόσμο της λογοτεχνίας είναι σημαντικότερο επίτευγμα από την ανταπόκριση σε αυτές. Γι’αυτό και έχω μια αδυναμία στα συγγραφικά ντεμπούτα. Προσεγγίζω διαφορετικά τον επαναπαυμένο στις δάφνες του επιτυχημένο συγγραφέα, από τον πρωτάρη.
Της Ανθής Ζαχαριάδου |
Θαυμάζω την αφοσίωση, το πείσμα και την εμμονή του ‘αρχάριου’, και κυρίως την τόλμη του να εκτεθεί για πρώτη φορά, με πλήρη άγνοια για την ανταπόκριση που θα λάβει και μάλιστα από δύο κατευθύνσεις, τους κριτικούς λογοτεχνίας αλλά και το ευρύ κοινό. Ανεξάρτητα από προσωπικά γούστα και προτιμήσεις περί θεμάτων ή και ειδών γραφής, η απόφαση να αυτοενταχθεί ο εν δυνάμει συγγραφέας στον αχανή κατάλογο των μυθιστοριογράφων, ο συνδυασμός σιγουριάς και ανασφάλειας που λογικά τον διακατέχει, αξίζει την προσοχή αλλά και την εκτίμηση της ‘άλλης πλευράς’, δηλαδή εμάς των αναγνωστών. To ντεμπούτο είναι η πρώτη επαφή, η απόλυτη έμπνευση, που προηγείται οποιασδήποτε επίγνωσης για την πραγματική, αντικειμενική αξία που έχει ένα μυθιστόρημα.
Ο Κώστας Χάρπας εξέδωσε πρόσφατα το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο “Όσο Χρειαστεί”. Αινιγματικά προετοίμασε το υποψήφιο αναγνωστικό του κοινό με λέξεις-κλειδιά που αποτυπώθηκαν στο μυαλό όσων προσέγγισε η εκστρατεία προώθησης του βιβλίου του. “Ταξίδι”, “χρόνος”, “Λονδίνο”, “ιστορία”, “αλήθεια”. Απλές λέξεις με μια εγγενή δύναμη. Ενώ το διάβαζα, όχι στην αρχή αλλά κάπου στη μέση, άρχισα να αισθάνομαι ότι με έλκυε η ίδια δομή, η οργάνωση που εμπνεύστηκε ο συγγραφέας ώστε να ανταποκρίνεται στις ίδιες λέξεις που αποτελούν το θέμα της αφήγησης του. Η πλοκή η ίδια ταξιδεύει, η εξέλιξη μπαινοβγαίνει μέσα σε άστατα χρονικά σημεία, σαν ένα παιγνίδι όπου το πριν μπλέκεται με το μετά και ο χρόνος μετατρέπεται σε μια αφηρημένη έννοια που δεν εμπίπτει στους απαράβατους κανόνες όπως τους γνωρίζουμε. Η υπόθεση δεν ακολουθεί το σύνηθες γραμμικό πλάνο, αφού τα γεγονότα αλληλοσυνδέονται, με το παρόν και το μέλλον να ασκούν την επιρροή τους εκατέρωθεν. Παράλληλα όμως, το ‘τέλος’ είναι ένα από τα κεντρικά θέματα, και ο αφηγητής περιπλέκει το μοτίβο της αναμονής διαφόρων μορφών ΄τέλους’ μαζί με το νόημα του ‘ταξιδιού’, παρόλο που έχουμε συνηθίσει το ταξίδι να αποτελεί σύμβολο για νέα ξεκινήματα.
Θα περιέγραφα τη γραφή του Χάρπα ρομαντική και αυθόρμητη, με μια απολαυστική αμεσότητα, παρόλη την απειρία που χαρακτηρίζει το χειρισμό του γραπτού λόγου οποιουδήποτε πρωτοεμφανιζόμενου μυθιστοριογράφου. Κρύβονται στις σελίδες και κάποια διαμαντάκια συγγραφικής έμπνευσης, που αποκαλύπτουν ότι το ταλέντο είναι εκεί και θα εξελίσσεται.
Το πιο ασυνήθιστο συστατικό του ‘Όσο Χρειαστεί” ήταν, όμως, για μένα, η υπόσταση του πρωταγωνιστή, ο οποίος παραδόξως δεν ήταν ο ήρωας του έργου. Εδώ θα πρέπει να σημειώσω ότι η δεύτερη προσωπική μου αδυναμία είναι στους συγγραφείς που επιλέγουν να αφηγούνται τις ιστορίες τους σε πρώτο πρόσωπο. Η οικειότητα που δημιουργείται, αν τη χειριστεί σωστά ο συγγραφέας όντας πλήρως ειλικρινής με τον αναγνώστη του, μπορεί να δημιουργήσει μια ασύγκριτη σύνδεση. Ο Κώστας Χάρπας γράφει στο πρώτο πρόσωπο, με τη διαφορά ότι δεν πρωταγωνιστεί αυτός στο δικό του έργο. Η ‘ιστορία’ και η ‘αλήθεια’ που εξομολογείται αφορούν άλλους, τους οποίους γνωρίζουμε αποστασιοποιημένα μέσα από τη δική του ματιά. Δεν διστάζει να εξηγήσει στις σελίδες του γιατί δεν είναι ο ίδιος ο πρωταγωνιστής στη ζωή του, αναφέροντας ότι προτιμά το παρασκήνιο και μισεί το χειροκρότημα. Σε αυτή την περίπτωση, ο ήρωας είναι ο ίδιος ο λογοτέχνης-αφηγητής, που αναζητεί μια προσωπική εξιλέωση μαζί με τους συνοδοιπόρους του αναγνώστες, την ίδια στιγμή που πιο στενά παρακολουθούμε μια πλοκή που αφορά κυρίως κάποιο άλλο πρόσωπο, κάποιον που πρωταγωνιστεί στη ζωή του ήρωα. Η προσέγγιση αυτή, της επικέντρωσης στις αντιδράσεις, επιδράσεις και τα συναισθήματα του αφηγητή, που προκαλούνται από περιπέτειες άλλων αντί τις δικές του, αποτελεί και την τολμηρή ιδιαιτερότητα του μυθιστορήματος.