Έφυγα. Για λίγες μέρες μόνο. Έβαλα λίγα πράγματα σε μια βαλίτσα, έκλεισα πίσω μου την πόρτα κι έφυγα.
Ξέρεις, αν δεν το έκανα, δεν θα ήμουν «εγώ». Θα ήμουν, μάλλον, κάποιος άλλος. Κάποιος, ίσως, που «εσύ» δεν θα αποδεχθείς ποτέ. Μάλλον όχι, κάποιος, ίσως, που «εσύ» δεν θα «αγαπήσεις» ποτέ. Ακόμη ένας, ίσως, που έβρισε το σύστημα, εγκλωβισμένος σε μια αιώνια στιγμή, σε ώρες που δεν ζούσε ή έστω που δεν προσπάθησε ποτέ να ζήσει.
Μπήκα στο δωμάτιο κι έριξα τα πράγματα στο πάτωμα. Όλα, στο πάτωμα, για να γίνουν «ένα» η σκηνή με τον πρωταγωνιστή, η παράσταση με το χειροκρότημα, να γίνουν «ένα», η ζωή με το συναισθηματικό φορτίο των καιρών.
Στήθηκα μπροστά στον καθρέφτη. Έμεινα να με κοιτάζω με καχυποψία. Δεν ήταν δύσκολο να με αντιμετωπίσω. Τα είδα όλα μπροστά μου. Όλα ήταν εκεί, μπροστά μου. Μπροστά μου εδώ και ώρες, μέρες, βδομάδες, ίσως μήνες, ίσως και χρόνια, ξεχασμένα μες στα λεπτά που τρέχουν σαν το άνεμο, κι εγώ, ο χαζός, να μαζεύω μία – μία τις χιλιάδες στιγμές που σχεδίασα ή έστω εκείνες τις εκατοντάδες πληγές που άφησα πίσω, πλάι στα κουρασμένα σημάδια των καιρών.
Ξέρεις τι φοβάμαι περισσότερο; Nα ξυπνήσω ένα πρωί, παρέα με μια «λίγη ζωή» στο πλάι και να αναρωτιέμαι… «μα, γιατί δεν τόλμησα; Γιατί, στο καλό, δεν τόλμησα;”.
Έξω έριχνε βροχή. Έβαλα τη μουσική να παίζει δυνατά. Έσβησα όλα τα φώτα…
Κώστας Χάρπας
(20 Απριλίου 2013, «κλειδωμένος» σ’ ένα δωμάτιο, σε μια πόλη που έχει θάλασσα)