ΑΦΙΞΕΙΣ ΑΕΡΟΔΡΟΜΙΟΥ

terminal 1

“Το σπίτι προοριζόταν για εκείνη. Μια βδομάδα πριν, αποφάσισε να με ξαφνιάσει. Άφησε στην πάντα τις συνηθισμένες δικαιολογίες, πήρε τη μεγάλη απόφαση και έκλεισε δύο εισιτήρια με επιστροφή. «Θα έρθουμε για δυο βδομάδες» μου ανακοίνωσε, στο τέλος της κουβέντας μας. «Θα τα πούμε σε λίγες μέρες» απάντησα εγώ, λίγο πριν κλείσω το ακουστικό. Το επόμενο πράγμα που θυμάμαι, είναι την αγωνία μου, στις αφίξεις του αεροδρομίου.

Ήταν ένα απόγευμα Παρασκευής. Άνοιξη εποχή. Στεκόμουν έξω στις αφίξεις. Κοίταζα το ρολόι. Πού και πού, χάζευα τριγύρω. Βιαστικοί και ανυπόμονοι ταξιδιώτες έψαχναν να βρουν ταξί. Λίγο νωρίτερα, έριξα μια γρήγορη ματιά στη μεγάλη οθόνη. Ευτυχώς, η πτήση έφτασε στην ώρα της. Ένιωθα παράξενα, σαν ζαλισμένος ένα πράγμα. Κοίταξα ξανά το ρολόι. Παρακολουθούσα τους δείκτες επίμονα, λες κι υπήρχε περίπτωση να πάρω τον έλεγχο του χρόνου στα χέρια μου. Οι δείκτες. Για μια στιγμή, είχα την ψευδαίσθηση ότι σταμάτησαν να στριφογυρίζουν πάνω στο κίτρινό του χρώμα. Νομίζω πανικοβλήθηκα. Πόσο ανόητος ήμουν! Ένα αδέσποτο μυαλό ήμουν και τίποτα περισσότερο. Δεν ξέρω τι είχα πάθει. Όλα ήταν πια ξεκάθαρα. Δεν είχα λόγο να ανησυχώ. Έπρεπε να συγκεντρωθώ. Δεν είχα παρά να περιμένω.

Ήταν ένα απόγευμα που τάχα ράγιζα καρδιές. Η φοβερή αεροσυνοδός, μου έκλεισε το μάτι πονηρά. «Αυτή μου έλειπε!» ψιθύρισα αόριστα κι έκανα να φύγω. Χαμογέλασα αμήχανα. Σκόνταψα πάνω σε μια βαλίτσα. Ποδοπάτησα τον κύριο με το ριγέ κοστούμι. Εκείνος, στάθηκε απέναντί μου περιμένοντας την απολογία μου. Μα εμένα το μυαλό μου ήταν αλλού. Δεν είχα καταλάβει τίποτα, μέχρι τη στιγμή που αντίκρισα το τελευταίο του βλέμμα. «Δεν ήταν τόσο τραγικό αυτό που έγινε» σκέφτηκα, αγνοώντας τον επιδεικτικά.

Δεν ζήτησα συγγνώμη. Προχώρησα μπροστά. Οι κινήσεις μου ήταν νευρικές, ίσως αμήχανες. Φερόμουν σαν έφηβος, σε κάποιο αποτυχημένο ραντεβού. Προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου να συγκρατηθεί, να ηρεμήσει, αλλά δεν τα κατάφερνα με τίποτα. Ανυπομονούσα. Ήθελα να τις δω. Μια μεγάλη λαχτάρα με κυνηγούσε. Αφέθηκα σε μια τρελή ανησυχία. Ήθελα τόσο πολύ να τις δω! Πέρασαν σχεδόν δυο χρόνια απ’ την τελευταία μας συνάντηση. Μου έλειψαν πολύ.

Άναψα ένα τσιγάρο. Πώς το σκέφτηκα; Τι στο καλό πήγα να κάνω; Δεν έπρεπε να με δει να καπνίζω. Δεν ήθελα να ξυπνήσω παλιές της αναμνήσεις. Τράβηξα στα κρυφά δυο – τρεις γρήγορες ρουφηξιές και τον έσβησα στην άσφαλτο. «Η αναπνοή μου θα μυρίζει. Θα το καταλάβει! Πώς τα κατάφερα πάλι;» σκέφτηκα, ευχόμενος να είχα φέρει μαζί μου εκείνο το σπρέι για το στόμα. Συνήλθα απότομα. Προχώρησα μέσα στη μεγάλη αίθουσα. Έλεγξα για εκατοστή φορά τη μεγάλη οθόνη. Κοίταζα μπροστά. Τις αναζητούσα. Κοίταζα δεξιά, αμέσως αριστερά. Τίποτα. Δεν ήταν πουθενά. Κάθε φορά που η πόρτα άνοιγε, το κεφάλι πεταγόταν σαν καμένη φρυγανιά. «Μπορεί να άλλαξε γνώμη» σκέφτηκα, και άρχισα να φοβάμαι. «Μπα, αποκλείεται!» μουρμούρισα στη συνέχεια, παίρνοντας βαθιές ανάσες. «Μάλλον καθυστέρησαν οι αποσκευές τους» κατέληξα, λες και μπορούσα ν’ αλλάξω τα γεγονότα. Νομίζω παραμιλούσα. Στο τέλος, δεν άντεξα και κοίταξα ξανά το ρολόι, τις ώρες, τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα. Οι δείκτες σταμάτησαν απότομα. Κοίταξα γύρω μου. Το παρελθόν μου θα ξαναγυρίσει. Μια αληθινή ζωή, κολλημένη για πάντα στα μεγάλα ρολόγια. Είχα δίκιο τελικά. Ο χρόνος, περιπλέκει τα πράγματα.”

όσο χρειαστεί / αφίξεις αεροδρομίου 

 

Leave a Reply

Your email address will not be published.