«Μην το σκέφτεσαι… Ζήσε!»
γράφει ο Κώστας Χάρπας
- Παρασκευή, 15 Νοεμβρίου 2013 – 09:11
Νιώθω άβολα στις κηδείες. Δεν ξέρω πως να συμπεριφερθώ, ούτε γνωρίζω τα σωστά λόγια που πρέπει να πω, εκείνη τη στιγμή, σε ανθρώπους που έχασαν αγαπημένα τους πρόσωπα, σε ανθρώπους, που στην πραγματικότητα, δεν θα ξαναδούν τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η καλύτερη συμπαράσταση που μπορείς να προσφέρεις, στον άνθρωπό σου, σ’ αυτόν που πραγματικά ζει την απώλεια, είναι απλώς μια αγκαλιά, χωρίς μεγάλα λόγια, χωρίς πολλές κουβέντες.
Καμιά φορά, πιάνω τον εαυτό μου να ξεχνά να ζήσει τη στιγμή. Εκείνα δηλαδή τα δωρεάν πράγματα που βρίσκονται συνέχεια μπροστά μου κι εγώ, ο χαζός, απλώς τα αγνοώ. Κάποιες άλλες φορές, που κάνω το επόμενο βήμα, εκείνο, το διαφορετικό, που δεν το σκέφτομαι ξανά και ξανά, λες και έχω όλο το χρόνο μπροστά μου να με περιμένει, αρχίζουν οι τύψεις, για τα γνωστά… «τι θα πει ο κόσμος;» ή «τι θα πει ο γείτονας;» ή «πώς γίναμε έτσι ρε φίλε!» και συνεχίζω τη ρουτίνα μου ανενόχλητος, γιατί, αν τολμήσω το διαφορετικό, ίσως πέσω κάτω και φάω τα μούτρα μου. Κι έτσι, ξαφνικά, συνέρχομαι απότομα και λέω, «αν είναι να πέσω κάτω στα πατώματα, αν είναι να φάω τα μούτρα μου, μπορώ να το κάνω, αλλά με αξιοπρέπεια». Μπορώ τουλάχιστον να δοκιμάσω, να τολμήσω, κι ας πουν οι άλλοι «μα, τι στα κομμάτια κάνει τώρα αυτός!». Στην τελική, δεν με νοιάζει, δεν έχω να δώσω λογαριασμό σε κανένα.
Κάθε φορά, που πάω σε κηδείες, θυμάμαι τις δικές μου απώλειες. Είμαι σίγουρος πως κι εσύ, που με διαβάζεις τώρα, το ίδιο σκέφτεσαι. Φίλοι, γονείς, αδέλφια, πρόσωπα αγαπημένα που χάθηκαν στο χρόνο, που δεν περνά μέρα που να μη μας λείπουν, που κρατούμε στα χέρια μας αναμνήσεις και παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες, μιας άλλης εποχής, και τότε στα ξαφνικά, έτσι απλά, λες και μια νεράιδα απ’ το παρελθόν μάς έριξε χρυσόσκονη σαν τη βροχή, φτάνει εκείνη η μοναδική στιγμή που συνειδητοποιούμε πως αυτή είναι η μικρή ζωή μας, που στο πέρασμά της, φαινόμαστε τόσο «μικροί» κι ανίκανοι να αντιμετωπίσουμε αυτά τα «μεγάλα» που μας ταρακουνούν.
Κι ύστερα, έρχεται ο… θάνατος. Χμ… Ποτέ δεν μιλούμε για το θάνατο. Κανείς δεν μιλά γι’ αυτόν. Τον αποφεύγουμε, του κλείνουμε την πόρτα λες κι είναι ασήμαντος. Το απαγορευμένο κεφάλαιο της μικρής ζωής μας. Λες και είναι αόρατος! Ο θάνατος δεν υπάρχει. Τον αφήνουμε στην άκρη. Τον παραμερίζουμε σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια ν’ αλλάξουμε για πάντα τα γεγονότα. Πώς μπορούμε να πιστεύουμε κάτι τέτοιο;
«Η γραμμή της ζωής τελειώνει, αλλά αρχίζει ξανά». Ανοησίες! Αυτά συμβαίνουν μόνο στις ταινίες.
Θυμάμαι αυτά που έγραψα… «Πλημμυρισμένος από την ένταση, γονάτισα στο χιόνι κι έβαλα τα κλάματα. Για τον Μάρκο, το ανύπαρκτό του μέλλον, το χρόνο που έτρεχε βιαστικά και δεν μπορούσα με τίποτα να τον σταματήσω. Για την οικογένεια που βρήκε, την οικογένεια που θα χάσει. Για τη Μαίρη, που θα μεγαλώσει μόνη τη μικρή, ίσως με κάποιον άλλον στο πλευρό της. Η μικρή θα πάρει μπόι, θα πάει σχολείο, θα φοιτήσει στο καλύτερο πανεπιστήμιο. Η μικρή θα κάνει φίλους, θα κυνηγήσει όνειρα κι αστέρια, ταξιδεύοντας στις πόλεις με τα τρένα, όπως κάναμε κι εμείς. Στη συνέχεια του δρόμου, θα ερωτευτεί, ίσως και να παντρευτεί, μπορεί να κάνει πολλά παιδιά. Ο φίλος μου θα τα χάσει όλα αυτά. Ο χρόνος, του έστησε παγίδα. Δεν θα είναι μαζί της, αλλά θα είναι κάπου αλλού. Ο φίλος μου θα είναι ψηλά, στο φεγγάρι τού παππού, παρέα με τον Φίλιππο και τον Αχιλλέα. Ο φίλος μου, όμως, θα την προσέχει. Στο σκοτάδι θα της χαρίζει φως, στα δύσκολα θα της δίνει κουράγιο και στα εύκολα θα χαμογελά. Μέσα του θα ψιθυρίζει «Εσύ, μου θυμίζεις εμένα». Καμιά φορά, αναρωτιέμαι ποιος πονά περισσότερο. Εκείνοι που έφυγαν ή αυτοί που έμειναν πίσω;».
Όλες οι ιστορίες της μικρής ζωής μας, έχουν μια αρχή κι ένα τέλος. Μέσα τους κρύβουν αλήθειες, αθώα ψέματα, λάθη και παραλείψεις. Κάποιες φορές, εγώ, τις ζω ξανά. Οι παλιές οπτασίες εμφανίζονται απ’ το πουθενά, το μέλλον προσπαθεί να τις εξαντλήσει, να τις εξαφανίσει, αλλά η ζωή ξεγλιστρά έξυπνα μπροστά μου και τις φέρνει ξανά στην επιφάνεια.
Η ζωή είναι μικρή. Οι ώρες είναι δρόμος. Η ζωή είναι ένα ταξίδι. «Μας τα ‘παν κι άλλοι» θα μου πεις, πριν κλείσεις πίσω σου την πόρτα. Δεν με νοιάζει. Δεν τ’ αλλάζω με τίποτα. Να παίρνω τ’ αμάξι και να χάνομαι στο άγνωστο. Στο ραδιόφωνο να παίζει τη δική μου μουσική. Αυτήν, που εσύ δεν άκουσες ποτέ. Καμιά φορά, οι στίχοι είναι αλλιώτικοι, διαφορετικοί, τραυλίζουν σε παράλογες επιθυμίες. Δε με πειράζει. Ένας φίλος κάποτε μου έλεγε, πως αν όλοι είχαμε τα ίδια γούστα, αν όλοι κάναμε τις σωστές επιλογές, θα ζούσαμε στιγμές παγκόσμιας ειρήνης. Τότε, που εγώ τον κοιτούσα σαν χαζός και τον ρωτούσα, «Ποιος καθορίζει το σωστό και το λάθος;». Τώρα πια, ξέρω.
Οι ιστορίες της μικρής ζωής μας, πρέπει να είναι όμορφες. Γιατί, μετά την καταιγίδα, εμφανίζεται πάντα το ουράνιο τόξο και υπάρχουν χρώματα παντού, χαμόγελα παιδιών, παιχνίδια στην αυλή κι ένα ταξίδι που συνεχίζεται. Με αυτά τα μικρά, τα καθημερινά. Κάπου – κάπου θα εμφανίζονται και τα μεγάλα, αυτά που μας ταρακουνούν, γι’ αυτά που πρέπει να αποφασίσουμε αν θα πρέπει να πηδήξουμε στον γκρεμό ή να τα αντιμετωπίσουμε. Να πέσουμε στα πατώματα, να κλάψουμε, να γελάσουμε, να αισθανθούμε, να ζήσουμε το δράμα ή να σηκωθούμε ξανά νικητές, τις περισσότερες φορές ηττημένοι, κοιτάζοντας και πάλι μπροστά…
Κώστας Χάρπας
Υ.Γ. Το πιο πάνω κείμενο, είναι αφιερωμένο «σε αυτούς που έμειναν πίσω». Στους γνωστούς και άγνωστους αγαπημένους φίλους, που «έχασαν» δικά τους, αγαπημένα πρόσωπα.
Όσο για τα άλλα, γι’ αυτά που όλοι σκεφτόμαστε και δεν τολμούμε να τα ζήσουμε στο πέρασμα της μικρής ζωής μας… η συμβουλή του Richard Carlson είναι απλή και προσπαθώ να την εφαρμόζω, όσο μπορώ: «Μην το σκέφτεσαι… Ζήσε!»
– See more at: http://www.tothemaonline.com/casual-fridays/