Casual Friday
γράφει ο Κώστας Χάρπας
- Παρασκευή, 27 Σεπτεμβρίου 2013 – 14:09
Ας γνωριστούμε (επιτέλους)
Γεννήθηκα στις 21 Ιουνίου, τη μεγαλύτερη ημέρα του χρόνου και την παγκόσμια ημέρα μουσικής. Την ίδια μέρα, γεννήθηκε και ο Πρίγκιπας William Arthur Philip Louis (ο Γουίλιαμ της Κέιτ), αλλά και ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου.
Σε αντίθεση με τον Πρίγκιπα, είμαι μαύρος (τον Ιούνιο, νομίζω, αρχίζω να μοιάζω με Ιταλό και μέχρι τον Αύγουστο, νομίζω, με Πακιστανό). Δεν είμαι καθόλου γαλαζοαίματος (η μόνη σχέση που έχω με το γαλάζιο, είναι τα στρουμφάκια που λατρεύω και οι βόλτες στη θάλασσα, εκείνα τα κρύα απογεύματα του Χειμώνα) και σε αντίθεση με τον Παπακωνσταντίνου, δεν έχω καθόλου καλή φωνή… Παρόλο που σκέφτηκα πολλές φορές να πάω στο X Factor αλλά, ευτυχώς, οι φίλοι μου και η οικογένειά μου δεν με άφησαν ποτέ να το κάνω…
Βαφτίστηκα στο χωριό Μυλικούρι και μεγάλωσα σε ένα σπιτι στη Λευκωσία, Παρέα με εκείνα τα παστέλ γαλάζια, πράσινα και ροζ τετράδια, με την κακή ποιότητας φωτογραφία του λιμανιού της Κερύνειας τυπωμένη επάνω τους. Σύνθημά μας στο σχολείο ήταν το «Δεν ξεχνώ», αφού η δική μου γενιά μεγάλωσε με αυτή την «πλύση εγκεφάλου», βολτάροντας κάθε μαύρη επέτειο στα οδοφράγματα, φωνάζοντας συνθήματα του τύπου, «Έξω οι Τούρκοι από την Κύπρο!», τραγουδώντας με πάθος για το «χρυσοπράσινο φύλλο ριγμένο στο πέλαγος», αλλά και για τη «δική μας την πατρίδα που έχει μοιραστεί στα δυο». Την ίδια στιγμή, μαθαίναμε και το πιστεύαμε έντονα (κάποιοι ανάμεσά μας ακόμα το πιστεύουν!) πως είμαστε το μοναδικό μαρτυρικό νησί στον πλανήτη, πως όλοι μας καταδιώκουν, πως όλοι μας εξουσιάζουν, γιατί απλώς μας ζηλεύουν ή επειδή απλώς είμαστε… οι καλύτεροι.
Τα πράγματα μπήκαν στη θέση τους, σε ένα από τα πρώτα μου ταξίδια, στη Στοκχόλμη, θυμάμαι, λίγο πριν από το 2000. “From Cyprus!”, απάντησα με περηφάνια, στην ερώτηση του σερβιτότου, “Where are you from?” και εκείνος με κοίταξε με απορία. “Cyprus? Where is that?” ανταπάντησε ο Σουηδός και αμέσως κατάλαβα… Για να μην αναφερθώ στη χειρότερη απαντήση, σε άλλα, πιο μακρινά ταξίδια που ακολούθησαν μετά, “Cyprus? What is that?”
Κάπως έτσι λοιπόν, με μια απλή, καθημερινή ερώτηση (και την απάντηση – ερώτηση φυσικά), έμαθα πως δεν ήμασταν ποτέ το κέντρο του κόσμου, ούτε το μοναδικό μαρτυρικό νησί στον πλανήτη, ούτε καν οι καλύτεροι…
Τα πράγματα ξαναμπήκαν στη θέση τους όταν πριν από λίγα χρόνια, το «Δεν ξεχνώ» μετατράπηκε σε μία καθημερινή βόλτα στα καζίνο, στα κατεχόμενα , από ταλαιπωρημένους συμπατριώτες μας, από παράνομες πωλήσεις κατεχόμενης γης (που συνεχίζεται μέχρι σήμερα – από συμπατριώτες μας επίσης) κι έτσι απλά, τα γαλάζια, πράσινα και ροζ τετράδια με τη ξεθωριασμένη, πια, φωτογραφία, βρέθηκαν στην ανακύκλωση σ’ ένα βράδυ, παρέα με τα Nitro του Κωστόπουλου, λίγο πριν από την κατάρρευση της «αυτοκρατορίας» του (και της δικής μας).
Τα χρόνια περνούσαν, το μικρό παιδί μεγάλωσε και το μαρτυρικό πολυβασανισμένο (και πασίγνωστο!) νησί πήρε τα πάνω του. Ξεφύτρωσαν σαν μανιτάρια οι κοσμικοί, μαζί με τα σπίτια σε μέγεθος Τιτανικού (ουπς! κανείς δεν σκέφτηκε, μάλλον, πως να αποφύγει το παγούβουνο!) και τα αυτοκίνητα λιμουζίνες (λες και ήμασταν το Μόντε Κάρλο).
Γνωρίσαμε τη Βαλεντίνα Τσίγκη, τη Ραμόνα Φίλιπ (δεν έχω τίποτα με τις κοπέλες, μια χαρά, κούκλες είναι, άλλωστε, οι ίδιες μας «έμπασαν» στη ζωή τους – χωρίς όμως να μας ρωτήσουν), μάθαμε για τα μωρά τους, τα ρούχα τους, τα γενέθλιά τους και μαζί μ’ αυτές μάθαμε και για άλλα τόσα wannabe σταρλετάκια της κοσμικής ζωής του μαρτυρικού νησιού. Κτίζαμε μία εικόνα από χαρτί που κάηκε στο πρωτο πυροτέχνημα που βρέθηκε στα ξαφνικά μπροστά μας. Και δεν ήταν καν όμορφο…
Για να πω του στραβού το δίκαιο, τα σημάδια των καιρών ή οι προειδοποιήσεις αν προτιμάς, ήταν όλα εκεί, μπροστά μας, στα μούτρα μας, αλλά εμείς το βιολί μας. Τι κι αν χάσαμε τα πάντα στα χρηματιστήρια, τι κι αν αγοράσαμε διαμερίσματα σε τιμές φούσκας, τι κι αν έπεσαν αεροπλάνα, τι κι αν καταστράφηκαν ολόκληροι ηλεκτροπαραγωγικοί σταθμοί, που πληρώσαμε πυραύλους που δεν είδαμε ποτέ, που κάναμε CyprusAid σε όλες τις πόλεις και χωριά, που φτιάξαμε δόντια σε Γενικούς Εισαγγελείς, που έγραψε γράμμα ο Αλκίνοος Ιωαννίδης, που θύμωσε η Κωνσταντίνα που δεν την κάλεσαν ποτέ να τραγουδήσει στα CyprusAid, που κίνησε αγωγές σε όλα τα ΜΜΕ ο Μαλένης για το “Welcome friends to Cyprus”, που μετά κάποιοι θύμωσαν με τον Αλκίνοο Ιωαννίδη που έγραψε το γράμμα, που ο Χατζηγιάννης και ο Ρέμος δεν συναντήθηκαν ποτέ face – to – face στα CyprusAid, λόγω της Ζέτας, που η Πραξούλα έτρεχε στα Dansing, που κάποιοι από εμάς εξακολουθούμε να ψηφίζουμε τους πολιτικούς, γιατί ακόμη ψάχνουμε την ελπίδα και δεν τους τρίψαμε στα μούτρα το «λευκό», την «αποχή»… έτσι για να μάθουν.
Λίγους μήνες πριν, με έκπληξη και κλάματα, αναρωτηθήκαμε γιατί στο καλό μας «κούρεψαν»; Γιατί μας συμπεριφέρθηκαν τόσο, μα τόσο, άδικα οι Ευρωπαίοι; Γιατί μας ξύπνησαν από το λήθαργο; Γιατί μας το έκαναν αυτό, εμάς, τους μικρούς και αθώους κάτοικους του πολυβασανισμένου (πρώην) «Μόντε Κάρλο»;
Σέβομαι τις μάχες του λαού μας και εκείνους που πολέμησαν για εμάς. Σέβομαι την ιστορία μας κι αυτούς που θυσιάστηκαν για εμάς. Αγαπώ την Κύπρο. Είμαι όμως και ρεαλιστής. Τα πράγματα έγιναν όπως έπρεπε να γίνουν, για να καθίσει ο κάθε κατεργάρης στον πάγκο του. Το χαστούκι δεν ήταν απλά ένας ακόμη «πάτσος», αλλά γροθιά, που μας ταρακούνησε για τα καλά (τουλάχιστον κάποιους από εμάς, γιατί πολλοί άλλοι, κοιμούνται ακόμη). Σκάνδαλα βγήκαν στη φόρα και έγιναν ένα, μαζί με τα προηγούμενα, εκείνα και αυτά που για χάρη τους δεν τιμωρήθηκε ποτέ κανείς και βρίσκονται ακόμη σκονισμένα στα ράφια, σαν παλιά βιβλία ξεχασμένα που τα θυμόμαστε όλοι μαζί, αμέσως μόλις εμφανιστεί ένα καινούργιο. Και τσουπ! Να μας στο Προεδρικό να φωνάζουμε για αυτούς που μας πρόδωσαν. Γι’ αυτούς που δεν τιμωρήθηκαν ποτέ. Όπως θυμόμαστε την 25η Μαρτίου ένα πράγμα, μόνο που σε αυτή την περίπτωση, το ποίημα μας δεν είναι καλό και το «όχι» μας δεν είναι φτιαγμένο από χρυσό αλλά από κάρβουνο.
Η γροθιά, λοιπόν, ήταν με δύναμη, έτσι κι εγώ, είχα δύο επιλογές. Να κλαίω για τη μοίρα μου, για την κατάρρευση του «Μόντε Κάρλο», για την κατάρρευση της showbiz, για την κατάρρευση της «αυτοκρατορίας» του Κωστόπουλου, για το γράμμα του Αλκίνοου, για την ακάλεστη Κωνσταντίνα, για την Πραξούλα που δεν κέρδισε ποτέ, ή απλώς να ζήσω με τους δικούς μου όρους. Έτσι, άφησα τη σίγουρη δουλειά στην τράπεζα, μπήκα πανηγυρικά στην πόρτα του γραφείου ανεργίας και είδα τη ζωή με μια άλλη ματιά, για πρώτη φορά.
Άφησα το μικρόκοσμο, που έκτισαν κάποιοι άλλοι για μένα, στην άκρη και πήρα τη λίγη ζωή που μου αναλογούσε γερά, στα χέρια μου. Με τα κάτω της, με τα πάνω της, με τα μικρά, τα χαζά, τα απλά, τα καθημερινά, αλλά και με τα άλλα τόσα τα μεγάλα που, στ’ αλήθεια, δεν φοβήθηκα ποτέ.
Θα μοιράζομαι,λοιπόν, αυτά τα μικρά, τα απλά, τα χαζά και τα καθημερινά κάθε Παρασκευή, αλλά και τα άλλα, τα μεγάλα, με μία διαφορετική πιο casual προσέγγιση, χωρίς μεγάλα λόγια και αμπελοφιλοσοφίες. Θα φιλοξενήσω επίσης φίλους σημαντικούς και αγαπημένους, που έχουν κάτι καλό (ή κάτι κακό) να μοιραστούν μαζί μας, σε μία casual στήλη… χωρίς όρια και κανόνες.
Θα τα λέμε κάθε Παρασκευή!
(Ο Κώστας Χάρπας σπούδασε χρηματοοικονομικά και είναι μέλος του Institute of Bankers (ACIB). Κατέχει μεταπτυχιακό τίτλο στο Finance and Banking. Τα τελευταία 14 χρόνια εργαζόταν στο Συγκρότημα της Τράπεζας Κύπρου. Αποχώρησε εθελούσια τον Αύγουστο του 2013. Το Φεβρουάριο του 2013, έκδοσε, το πρώτο του βιβλίο, με τίτλο «όσο χρειαστεί». Μέρος τον εσόδων του βιβλίου, έχουν δωθεί σε φιλανθρωπικά ιδρύματα. Θα μοιράζεται μαζί μας, κάθε Παρασκευή, casual καταστάσεις για… όσο χρειαστεί!)