Category Archives: ΟΣΟ ΧΡΕΙΑΣΤΕΙ

ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΠΩΘΗΚΕ ΠΟΤΕ

“Ήταν νύχτα. Έκανε κρύο. Περίμεναν χιόνι εκείνες τις μέρες στο χωριό, αλλά αυτό πουθενά. Εκείνο το βράδυ το φεγγάρι πήρε χρώμα μπλε. Στο χωριό με τα μικρά μπλε πλασματάκια, οι ένοικοι είχαν ήδη κοιμηθεί. Ξαφνικά, ένας πελαργός έφερε το μπλε μωρό. Η ζωή στο χωριό άλλαξε προς το καλύτερο.”

Κάθισα στο σχολικό και άφησα την τσάντα στη διπλανή θέση. Η μοναχικότητα ήταν επιλογή μου και με ακολούθησε πιστά στα επόμενα χρόνια. Τα κορίτσια στις πίσω θέσεις ρώτησαν τυπικά αν θα έδινα το «παρών» μου στο απογευματινό αποκριάτικο πάρτι του σχολείου. Ήταν το γεγονός της χρονιάς. «Δεν θα πάω» τους απάντησα, «έχω μάθημα αγγλικών» συνέχισα, παίζοντας νευρικά με τα δάχτυλά μου. Ο πατέρας μου ήταν αυστηρός και τυπικός. Από τη στιγμή που την ίδια ώρα με το πάρτι συμβάδιζε και το μάθημα αγγλικών, προτεραιότητα είχε το μάθημα αγγλικών. Και δεν σήκωνε κουβέντα. Τα παιδικά μου χρόνια ήταν όμορφα. Χωρίς πολυτέλειες και περιττά έξοδα, αλλά δεν μας έλειψε τίποτα. Από το μηδέν ξεκίνησαν οι γονείς μου και ήθελαν πάντα το καλύτερο για μας. Πολύ γρήγορα έμαθα να ζω με τα λίγα και να εκτιμώ τα απλά και τα καθημερινά.

Τα οικογενειακά ταξίδια περιορίζονταν στο χωριό και τη θάλασσα. Ο πύργος του Άιφελ, το νησί της Ελευθερίας και η πόλη της Πέτρας ήταν μόνο στις εικόνες. Τα βράδια εμφανίζονταν πονηρά στα όνειρά μου ξεσηκώνοντας τις επιθυμίες μου. Στη συνέχεια του δρόμου, τα ταξίδια έγιναν διέξοδος και πολλές φορές ο λόγος για να ζω και να αναμένω. Έτσι, περίμενα το πλοίο.

Τα χρόνια πέρασαν. Και βρέθηκα να χορεύω με τους φίλους μου κάτω απ’ τον Πύργο του Άιφελ. Ένα πρωινό, έπαιξα χιονοπόλεμο στο νησί της Ελευθερίας. Στην πόλη της Πέτρας, έδωσα υπόσχεση να κουβαλώ για πάντα μαζί μου τα χρώματά της. Έτσι, το κόκκινο χρώμα ακόμη με καταδιώκει.

Ήμουν έξι χρόνων όταν τα πρωτοείδα στην τηλεόραση. Τα μικρά μπλε πλασματάκια. Σε πολλές εξορμήσεις με τον πατέρα μου στο κυνήγι των μανιταριών, εγώ έψαχνα κρυφά να βρω εκείνα τα άλλα, με τους μικρούς μπλε ενοίκους. Πίστευα στην ύπαρξή τους, νομίζω ακόμα πιστεύω, αλλά δεν τα βρήκα ποτέ. Ίσως δεν ήμουν τόσο καλό παιδί τελικά. Ήμουν μικρό παιδί όταν οι συμμαθητές μου τα έφερναν μαζί τους στο σχολικό, μαζί και τα παρελκόμενά τους. Ε, ναι λοιπόν, ζήλεψα! Τα ήθελα όλα δικά μου, παρόλο που ήξερα πως δεν ήταν προτεραιότητα να τα ζητήσω απ’ τους γονείς. Άλλωστε, αυτοί μου έμαθαν να μην περιμένω τίποτα από τους άλλους.

Το παιδί μεγάλωσε. Τα μικρά μπλε πλασματάκια δεν τα ξέχασε ποτέ. Απλώς τα έκρυψε κάπου εκεί πίσω, στη μνήμη του. Τα πρώτα, μου τα έφερε ο Πάρης απ’ την Αθήνα. Μετά τον ακολούθησε ο Νικόλας από το Βέλγιο. Στο παιχνίδι μπήκε δυναμικά κι η Γκλόρια, σ’ ένα ταξίδι της στην Ισπανία. Μια μπλε Παρασκευή ήρθαν τα πρώτα μανιταρόσπιτα, ο κίτρινος ανεμόμυλος, η πρώτη Στρουμφίτα, ο Μπαρμπαστρούμφ και ο Μελένιος. Το μπλε χωριό μεγάλωνε μαζί με μένα. Και βρέθηκε να με περιμένει στην κουζίνα, στο υπνοδωμάτιο, στο μπάνιο, στην κρεβατοκάμαρα, με τελικό προορισμό την καρδιά μου. Το μικρό διαμέρισμα μεταμορφώθηκε σ’ ένα μαγεμένο δάσος.

«Στο Μαγεμένο Δάσος έκανε κρύο. Στο Στρουμφοχωριό, οι ένοικοι είχαν ήδη κοιμηθεί. Ξαφνικά, ένας πελαργός έφερε το μωρό Στρουμφ στο χωριό. Η ζωή τους άλλαξε προς το καλύτερο…».

Η μικρή αποκοιμήθηκε στον πορτοκαλή καναπέ με τη Στρουμφίτα στο χέρι. Η Αναστασία, μου αφήνει κάποτε την κόρη της να την προσέχω. Η μικρή ξεσηκώνει το μαγεμένο δάσος, κάθε φορά. Την προηγούμενη βδομάδα, ο Μπαρμπαστρούμφ βρέθηκε στα δημητριακά και ο Σκουντούφλης στο ψυγείο. Τη σκέπασα με την κόκκινη κουβέρτα. Στα όνειρά της κάνουν παρέλαση οι μικροί μπλε ήρωες. Τον κακό το μάγο, προσπαθώ να τον κρατώ μακριά της.

Το δικό μου στρουμφοχωριό, είναι το παραμύθι που δεν ειπώθηκε ποτέ κι ας με ρωτούσαν πάντοτε οι φίλοι «Γιατί αυτή η μανία;». Καμιά φορά, κοιτάζω το μπλε φεγγάρι και αναρωτιέμαι αν ο Γκρινιάρης, ο Λιχούδης ή ο Χουζούρης είναι οι ανθρώπινες αδυναμίες.

Ο Μάρκος αποκοιμήθηκε. Έμεινα να τον κοιτάζω με τις ώρες. Οκτώ χρόνια είχα να τον δω και τώρα του μιλούσα για κινούμενα σχέδια και παιδικές ιστορίες. Περάσαμε τα τριάντα. Εκείνος εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο χωρίς να σκεφτεί τίποτα. Δεν σκέφτηκε κανέναν. Ο κόσμος έγινε δικός του. Πήρε τη ζωή στα χέρια του. Έκανε πραγματικότητα τα όνειρά του, σε μια διαδρομή που σταμάτησε απότομα στο πρώτο κόκκινο φανάρι που βρέθηκε μπροστά του. Η γραμμή της ζωής τελειώνει, αλλά αρχίζει ξανά.

Πλησίασα κοντά του. Τον κοίταξα. Κοιμόταν ήσυχος, με το κεφάλι γερμένο στο πλάι. Επέστρεψα σιωπηλός στην πολυθρόνα μου. Δεν ήθελα να τον ξυπνήσω. Ο Μάρκος μεγάλωσε. Εγώ έμεινα για πάντα παιδί.

“Το παραμύθι που δεν ειπώθηκε ποτέ / Όσο Χρειαστεί”

ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ

Ντύθηκα στα μαύρα. Γενάρης μήνας. Μέρα Σάββατο. Στήθηκα μπροστά στον καθρέφτη. Έμεινα να με κοιτάζω με καχυποψία. Νομίζω το κόκκινο, μου ταιριάζει καλύτερα. Τα έβγαλα βιαστικά από πάνω μου. Κτύπησα το γόνατό μου, στην άκρη του κρεβατιού. Έτριξα τα δόντια και με έβρισα.

Δίπλωσα τα μαύρα. Τα έκρυψα βαθιά μέσα στην ντουλάπα, εκεί που δεν θα τα έβρισκα ξανά. Μύριζε λεβάντα. Πήρα το μπλε τζιν, χώθηκα στο κόκκινο πουλόβερ και φόρεσα τα πράσινα πάνινα παπούτσια. «Πολύ καλύτερα» σκέφτηκα. Χαμογέλασα.

Έβαλα το νερό να ζεσταθεί. Άρπαξα το μεγάλο φλιτζάνι του καφέ, αυτό με τον άσπρο σταυρό στην κόκκινη επιφάνεια. Μου το ’φερε ένας φίλος απ’ τα παλιά, χαμένος στη Ζυρίχη. Εκατοντάδες μέρες πριν. Είναι τ’ αγαπημένο μου. Έριξα μέσα τον καφέ. Μου ξέφυγε λίγος και βρέθηκε στο πάτωμα. Άνοιξα το κόκκινο ψυγείο. Το γάλα, μου τελείωσε. Συνηθισμένα πράγματα.

Δεν είμαι αμελής. Αντίθετα, δεν αφήνω τίποτα στην τύχη. Προγραμματίζω το καθετί. Γράφω ατελείωτες λίστες και βάζω τικ, δίπλα στα γραμμένα. Απλώς ξεχάστηκα. Συνήθως την παθαίνω με τις ημερομηνίες. Ξέρεις, γενέθλια, γιορτές, επετείους γάμων, μνημόσυνα. Οι φίλοι μου με έμαθαν πια. Νομίζω δεν τους πειράζει. Μάλλον όχι, κάποιοι δεν μου το συγχώρησαν ποτέ. Έγραψαν οδηγίες χρήσεως με απαράβατους όρους και κανόνες. Κάποτε τους ακολουθούσα πιστά. Έκανα το σωστό, ήμουν υπόδειγμα. Καμιά φορά, ασκούσα αυστηρή κριτική στον εαυτό μου. Με τιμωρούσα κι έτσι ο ύπνος με ξεχνούσε. Σκόνταφτα στο μαξιλάρι, μετρούσα προβατάκια, άρμεγα αγελάδες κι έριχνα βελάκια. Ύστερα έμαθα. Έκλεισα τις σάπιες πόρτες και άνοιξα τις καινούργιες, τα μεγάλα παράθυρα, ώσπου είδα το φως.

Δεν φοβάμαι να βαδίζω στο σκοτάδι. Φοβάμαι όμως τα φίδια και τους οδοντογιατρούς. Ο καλύτερός μου φίλος, ο Πάρης, είναι γιατρός. Ένα απομεσήμερο στην Κρήτη, χιλιάδες καλοκαίρια πριν, κολύμπησα σε μια λίμνη με νερόφιδα. Κάποτε είχαμε ένα σκύλο. Αναγκαστήκαμε να τον ξεφορτωθούμε γιατί ξεσήκωνε τη γειτονιά. Προσπάθησα να τον πείσω να συνεργαστεί, για το καλό όλων μας, αλλά εκείνος το βιολί του. Μια Κυριακή τον πήραν μακριά. Ακόμα να με συγχωρήσω.

Από μικρός ζήλευα τις μεγάλες παρέες. Δυο – τρεις φίλους είχα όλους κι όλους. Ήμουν στρουμπουλός, άσχημος, λιγάκι ασουλούπωτος, με μαλλί αφάνα. Ένα βράδυ με πανσέληνο έσκισα τις παλιές φωτογραφίες. Τις έκαψα. Το άλλο πρωί, έκαψα και τα κιλά. Εξαφανίστηκαν. Το γιόρτασα κτυπώντας το πρώτο μου τατουάζ. Ξαφνικά, όλοι μου έλεγαν πως τάχα ομόρφυνα κι εγώ έπαιρνα τα πάνω μου. Παρασύρθηκα, καβάλησα το καλάμι ποζάροντας για τα περιοδικά. Οι μεγάλες παρέες μ’ έριξαν στους προβολείς μιας μεγάλης ζωής. Τις ακολούθησα πιστά. Νομίζω κράτησα τις υποσχέσεις μου. Οι μεγάλες παρέες είναι μύθος. Το κατάλαβα, κι έφυγα νωρίς.

Έβαλα τη μουσική να παίζει δυνατά. Αυτήν, που οι φίλοι μου δεν άκουσαν ποτέ. Καμιά φορά οι στίχοι είναι αλλιώτικοι, διαφορετικοί, τραυλίζουν σε παράλογες επιθυμίες. Δεν με πειράζει. Αν όλοι είχαμε τα ίδια γούστα, θα ζούσαμε στιγμές παγκόσμιας ειρήνης. Είμαι ιδιόρρυθμος, το ξέρω. Λιγάκι δύσκολος. Νομίζω ζω σε κάποιον άλλον πλανήτη. Ο πατέρας μου, άλλωστε, φρόντιζε να μου το υπενθυμίζει συνέχεια, από τότε που με θυμάμαι.

Δεν ξέρω τι στο καλό είναι το οφσάιντ. Δεν κατάλαβα ποτέ τη λογική των είκοσι δύο που τρέχουν ξοπίσω την μπάλα. Δεν παίζω μπιρίμπα. Προσπάθησα, μια φορά, αλλά τα βρήκα σκούρα και τα παράτησα. Βαριέμαι αφόρητα τις συζητήσεις πολιτικών. Σταμάτησα να τους πιστεύω. Δεν καίγομαι να πάω στο Βέγκας, ούτε στο Ντουμπάι. Τα ψεύτικα τα φώτα, αυτά τα δεύτερα, δεν με εντυπωσιάζουν. Προτιμώ να ετοιμάζω εκείνο το ταξίδι, στριμωγμένος στο μικρό αυτοκίνητο, φορτωμένος το χιλιοφορεμένο σακίδιο, μακριά, στους αμπελώνες της Τοσκάνης. Δεν θέλω να μπει το καλοκαίρι. Φανατικός νοσταλγός του χειμώνα.

Αναζητώ την αλήθεια. Οι απαντήσεις βρίσκονται εκεί έξω. Στους δρόμους της πόλης. Στη μέρα και τη νύχτα. Στο φως και το σκοτάδι. Στο παρελθόν και το μέλλον. Οι απαντήσεις βρίσκονται εκεί που υποσχεθήκαμε περισσότερη αλήθεια.

Πολλές φορές, τον σκέφτομαι. Καμιά φορά, μου λείπει πολύ και βάζω τα κλάματα. Τον αναζητώ στις υπαίθριες αγορές. Σ’ εκείνες, στις όχθες του Τάμεση, με τους σκουριασμένους πάγκους και τα μεθυσμένα βιβλία. Ύστερα, συμμαζεύομαι και ξυπνώ από το λήθαργο. Βγαίνω έξω στη βροχή με τα χέρια διάπλατα ανοιχτά. Κάποιες φορές τρέχω στη θάλασσα, περιμένοντας υπομονετικά να μου αποκαλύψει τα μυστικά της.

Άρχισα να γράφω την ιστορία. Αυτήν, που του υποσχέθηκα. Περίμενε. Μη βιάζεσαι να βγάλεις συμπεράσματα. Δεν γεννήθηκα μεγάλος συγγραφέας, ούτε θλιμμένος ποιητής. Προς Θεού! Δεν είμαι λογοτέχνης, ούτε τύπος ρομαντικός. Είμαι καταδικασμένος. Να ονειρεύομαι εκείνα τα ταξίδια. Μην είσαι τρελός! Φυσικά και δεν θα πάρω το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ίσως όμως κερδίσω εκείνο το άλλο, της Ειρήνης. Μου ταιριάζει καλύτερα.

Τον συνάντησα ξανά στο Λονδίνο, όταν μαζί μου κουβάλησα το παρελθόν. Το στρίμωξα βιαστικά στην μπλε βαλίτσα μαζί μ’ εκείνο το βιβλίο που μου έστειλε, εκατοντάδες χρόνια πριν. Η καρδιά μου κτυπούσε δυνατά. Καμιά φορά, κόντευε να σπάσει. Οι αναμνήσεις έπαιρναν θέση, έβαζαν φωτιά, θωρακίζοντας ξανά τις σκέψεις μιας ολόκληρης ζωής. Τον θυμάμαι να γελά σαν μικρό παιδί, να θυμώνει μαζί μου και να φωνάζει για εκείνα, τα μικρά μας λάθη. Τον θυμάμαι να φεύγει.

Βούλιαξα στη δερμάτινη πολυθρόνα, απέναντί του. Ο Μάρκος, νοσταλγούσε την ξεγνοιασιά των παιδικών μας χρόνων. Στην πραγματικότητα, δεν γνώριζα τίποτα για τη ζωή και τις διαδρομές που ακολούθησε τα τελευταία οκτώ χρόνια. Στην αρχή, τον κοίταζα με καχυποψία. Ύστερα, τον αντιμετώπισα. Πέταξα από πάνω μου τα μαύρα, έκλεισα τις σάπιες πόρτες και άνοιξα τα μεγάλα παράθυρα. Έξω έριχνε χιόνι. Τον ελευθέρωσα.

Το κτύπημα στο γόνατο πόνεσε. Πώς τα κατάφερα πάλι; Η ιστορία της ζωής μου. Ήπια την τελευταία γουλιά κι άφησα το κόκκινο φλιτζάνι στο τραπέζι. Ο καφές, μου τελείωσε. Η ζωή συνεχίζεται. Συνηθισμένα πράγματα.

(Κώστας Χάρπας / Όσο χρειαστεί)

Η ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Με κοίταξε και χαμογέλασε θλιμμένα. «θέλω χρόνο. Μπορείς να μου βρεις λίγη ζωή ακόμα;».

Μετακίνησα προσεκτικά το κρεβάτι κοντά στο παράθυρο. Κάθισα δίπλα του. Μείναμε καρφωμένοι στο τζάμι, για αρκετή ώρα. Ο Μάρκος αποφάσισε να σπάσει τη σιωπή του εκπλήσσοντάς με ξανά, έτσι στα ξαφνικά, όπως έκανε πάντα. Ο Μάρκος ήταν ξεχωριστός άνθρωπος. Η ιδιοσυγκρασία του ήταν έμφυτο ταλέντο και οι στιγμές μαζί του δεν ήταν ποτέ βαρετές. Εκείνη τη μέρα, για πρώτη φορά, μου ανακοίνωσε το τέλος του.

«Έτσι θέλω να φύγω. Να πέφτω σαν το χιόνι. Να μην πονάω πια. Όλα γύρω μου να είναι όμορφα. Εσύ να’ σαι μαζί μου, δίπλα μου, να με κοιτάζεις. Έτσι δεν θα φοβάμαι πια. Μετά, θέλω να γράψεις για μένα. Για τη δική μας τη συνάντηση. Και θέλω να μου υποσχεθείς πως θα’ ναι η πιο όμορφη ιστορία. Μόνο έτσι θα σε προσέχω από το μπλε φεγγάρι. Θα το έκανες αυτό για μένα;»

Στην αρχή, τον κοίταζα με καχυποψία.  Ύστερα, τον αντιμετώπισα. Πέταξα από πάνω μου τα μαύρα, έκλεισα τις σάπιες πόρτες και άνοιξα τα μεγάλα παράθυρα. Έξω έριχνε χιόνι. Τον ελευθέρωσα.