«Θέλω να σου μιλήσω… Στη δική μου περίπτωση, είναι πολύ σημαντικό να μοιράζεσαι. Ποτέ δεν έχω τολμήσει να περάσω μηνύματα. Σήμερα όμως θα το κάνω, ευχόμενος να διαβάσει ο πατέρας μου αυτή την ιστορία, ξανά και ξανά απ’ την αρχή. Δεν με ενδιαφέρει. Άλλωστε, έζησε από πρώτο χέρι τα γεγονότα, παίρνοντας στη συνέχεια τις δικές του αποφάσεις. Οι δικές μου επιλογές, έτσι κι αλλιώς, δεν τον αφορούν. Ξέρεις κάτι; Δεν φοβάμαι. Παρόλο που γνωρίζω τι υπάρχει εκεί έξω. Μακάρι να έβρισκα έδαφος για να κάνω περισσότερα πράγματα. Έλα όμως στη θέση μου. Μόνο έτσι θα με καταλάβεις. Οι καταστάσεις στο νησί δεν το επιτρέπουν, κι εγώ απ’ τη μεριά μου έκανα ότι μπορούσα. Όνειρα; Φυσικά και κάνω όνειρα. Πως μπορώ να ζω εδώ, σε έναν τόσο μικρό κόσμο; Τι θα πει όλα έχουν τελειώσει; Τίποτα δεν τελείωσε. Για όνομα του Θεού! Μόλις πέρασα τα τριάντα. Δεν υπάρχει καιρός για χάσιμο…».
«CUT! Η ζωή δεν τελειώνει… ώσπου να τελειώσει»
(Odin Dupeyron)
Είναι ένας άγνωστος ανάμεσά μας. Κοιτάζει τους δείκτες στα ρολόγια, τους περαστικούς στα πεζοδρόμια, τα φώτα της πόλης, περνά λίγες στιγμές μαζί μου και συνεχίζει το ταξίδι του. Μέχρι να ανταμώσουμε ξανά ή ίσως και ποτέ…
Αποφασίζει να χρησιμοποιήσουμε το ψευδώνυμο «Ορέστης», έτσι, γιατί του αρέσει το όνομα. Αποφασίζω να μην αναφερθώ στις λεπτομέρειες της συνάντησής μας, έτσι, για να μην «κλέψω» καθόλου χώρο από την ιστορία του.
«Οι γονείς μου είναι ευκατάστατοι, έτσι δεν στερήθηκα τίποτα στη ζωή μου. Σήμερα, δεν έχουμε καμία ουσιαστική επαφή. Ειδικότερα όσον αφορά τον πατέρα μου. Μη ξεχνάς πως ‘ντρόπιασα’ το όνομά του. Θυμάμαι, στην τελευταία μας συνάντηση, λίγο – πολύ ευχήθηκε να πεθάνω σύντομα για να τελειώνουμε με αυτή την ιστορία. Έχεις δίκιο. Δεν αντιλαμβάνεται τι λέει. Η μάνα μου, νομίζω, είναι πιο συνειδητοποιημένη με το θέμα, αλλά τράβηξε προς το μέρος του. Την καταλαβαίνω, παρόλο που μου λείπει πολύ. Ήμασταν πολύ συνδεδεμένοι. Κάθε τόσο, μου τηλεφωνά για να δει αν είμαι καλά, παρόλο που αποφεύγει να με επισκεφθεί στη Νέα Υόρκη…».
«CUT! Πότε έμαθες για την κατάστασή σου;»
«Γεια σου. Ονομάζομαι Ορέστης. Μετά τη στρατιωτική μου θητεία πήγα στη Νέα Υόρκη για σπουδές. Ο πατέρας μου, βλέπεις, ήθελε να με στείλει στο καλύτερο πανεπιστήμιο. Δεν έχω παράπονο. Από μικρός είχα ότι ήθελα. Χρήματα, ακριβά ρούχα, τα καλύτερα gadgets στην αγορά… Είμαι ομοφυλόφιλος. Απερίσκεπτος ομοφυλόφιλος αν προτιμάς να στο θέσω έτσι. Παρασυρόμενος από τη δύναμη των χρημάτων και της καλής ζωής, αρκετές φορές έκανα σεξ χωρίς προφυλάξεις, χωρίς καν να σκέφτομαι τις πιθανές παρενέργειες. ‘Τίποτα δεν θα μου συμβεί’ έλεγα στον εαυτό μου, ‘Το AIDS ήταν μάστιγα των 80’ s’ συνέχιζα να πιστεύω, ενώ έκρινα τους ερωτικούς μου συντρόφους μόνο από την εξωτερική τους εμφάνιση και την οικονομική τους κατάσταση. Ξέρεις, λόγω άγνοιας και έλλειψης ουσιαστικής ενημέρωσης, πίστευα με αφέλεια ότι οι φορείς του AIDS το έγραφαν σε ταμπέλα στο κεφάλι με μεγάλα κόκκινα γράμματα, συνοδευόμενο με μαύρα στίγματα στο σκελετωμένο τους κορμί. Όταν πριν από πέντε χρόνια τα αποτελέσματα των εξετάσεών μου έδειξαν ‘HIV positive’, αναθεώρησα τις απόψεις μου και ενημερώθηκα σωστά».
Ο Ορέστης, είναι οροθετικός, φορέας του ιού του AIDS από το 2010. Σήμερα, πέντε περίπου χρόνια μετά, τίποτα στην εμφάνιση ή τη συμπεριφορά του δεν «προδίδει» το «μυστικό» του.
«Δεν υπήρχε κανένα σημάδι που αποδείκνυε ότι ήμουν φορέας του ιού. Οι εξετάσεις έγιναν στην Κύπρο, λόγω του ότι ήταν αναγκαίες για την πρόσληψή μου σε μεγάλο οργανισμό, μετά την επιστροφή από τις σπουδές μου. Τα αποτελέσματα ανακοινώθηκαν στους γονείς μου και σε μένα από γιατρό, φίλο του πατέρα μου. Θυμάμαι, όταν έφυγε ο γιατρός, πριν ακόμη συνειδητοποιήσω τι πραγματικά συνέβαινε, ο πατέρας μου σε κατάσταση πανικού άρχισε να με κτυπά ενώ η μητέρα μου παραμιλούσε, στα πρόθυρα νευρικής κρίσης και λιποθυμίας. Εγώ, δεν μπορούσα να αντιδράσω από το σοκ και τα κτυπήματα. Το μόνο που θυμάμαι είναι να βουίζουν στα αυτιά μου τα λόγια «Τι θα πει ο κόσμος!» ή «Κατέστρεψες το όνομα της οικογένειάς μας!», κλασικές εξάρσεις της κυπριακής οπισθοδρομικής πραγματικότητας. Μετά από μία βδομάδα νεκρικής σιωπής και απομόνωσης στο σπίτι, νόμιζα ότι θα ταξιδεύαμε στη Νέα Υόρκη μόνο για ιατρικές εξετάσεις και για ενημέρωση σε σχέση με το θέμα. Ο πατέρας μου έκλεισε αυτιά, μάτια και στόμα σε κάθε ψυχολογική στήριξη και ενημέρωση από γιατρούς και ψυχολόγους. Για εκείνον είχα ήδη πεθάνει, αφού το όνομα και η κοινωνική του θέση… είχαν προτεραιότητα».
Στη Νέα Υόρκη, πέντε περίπου χρόνια πριν, πραγματοποιείται η «οικονομική πράξη». Ο πατέρας του Ορέστη «κόβει» την επιταγή, απαιτώντας από τον ίδιο να μην επιστρέψει ποτέ πίσω στην Κύπρο. Έτσι κι αλλιώς, για εκείνον είχε πεθάνει. Ο Ορέστης μετακομίζει μόνιμα στην Αμερική, όπου και περνά το χρόνο του σε Κέντρο Στήριξης και Ενημέρωσης για τους φορείς του ιού, ενώ παράλληλα αναθεωρεί την καινούργια του ζωή. Αντιμετωπίζει μία μεγάλη σε διάρκεια χρονική περίοδο απομόνωσης και ανασυγκρότησης, αλλά μέσω ψυχολογικής στήριξης και διαχρονικής φαρμακευτικής αγωγής, αποφασίζει να ζήσει τη ζωή του φυσιολογικά. Βρίσκει δουλειά, γνωρίζει τον αγαπημένο του σύντροφο, ταξιδεύει στις πόλεις του κόσμου και συνεχίζει να ονειρεύεται.
Πριν από μερικές βδομάδες, αποφασίζει να «επισκεφθεί» το παρελθόν του. Λίγες μέρες μετά, αποφασίζει να μου μιλήσει.
«Τι έγινε σε αυτή την επίσκεψη;»
«Αποφάσισα να μην κρύβομαι. Τουλάχιστον όχι από τους φίλους και την οικογένειά μου. Έτσι κι αλλιώς, στη Νέα Υόρκη, τα πράγματα ήταν και είναι πολύ πιο εύκολα για μένα. Στην Κύπρο, συνάντησα πρώτα τους φίλους μου, εξηγώντας τους λόγους της ‘εξαφάνισής’ μου. Οι περισσότεροι το αντιμετώπισαν ψύχραιμα, κάτι που με έκανε να αισθανθώ καλά. Στη συνέχεια, αποφάσισα να επισκεφθώ τους γονείς μου για να ξεκαθαρίσω επιτέλους τα πράγματα. Η μάνα μου μόλις με είδε έβαλε τα κλάματα αλλά δεν τόλμησε να με αγκαλιάσει. Ο πατέρας μου συγχύστηκε μόλις με αντίκρισε. ‘Γιατί ήρθες πίσω; Τελείωσαν τα χρήματα; Σου είπα! Μέχρι να τελειώσει αυτή η ιστορία θα έχεις όσα χρήματα θες!’ Του απάντησα πως τώρα έχω δουλειά στη Νέα Υόρκη και ότι δεν έχω ανάγκη τα χρήματά του… Δεν στο κρύβω. Απογοητεύτηκα. Λύγισα. Έβαλα τα κλάματα. Τους εξήγησα ότι ακολουθώ φαρμακευτική αγωγή, πως είμαι καλά, ότι μπροστά μου έχω πολλά ακόμη χρόνια για να ζήσω, πως μου έλειψαν πολύ, ακόμη και το πιο απλό φαγητό της μαμάς, οι οικογενειακές μας εξορμήσεις κάθε Κυριακή στο βουνό. Ήθελα να τους δω ξανά. Να τους αγκαλιάσω. Να τους εξηγήσω. Πέρασα πέντε χρόνια μακριά τους. ‘Για εμάς έχεις πεθάνει!’. Αυτή ήταν η τελευταία κουβέντα του πατέρα μου. Η μάνα μου, πνιγμένη στα κλάματα, στεκόταν αμέτοχη. Εγώ, ήρεμος πια, άνοιξα την πόρτα, τους κοίταξα για τελευταία φορά κι έφυγα».
Ο Ορέστης θυμώνει, βουρκώνει, αλλά εξακολουθεί να μιλά με αξιοπρέπεια και σεβασμό για τους γονείς του.
«Δεν ξέρω τι θα έκανα εάν δεν είχα την οικονομική τους στήριξη και αναγκαζόμουν να ζήσω, μόνος μου, στην Κύπρο. Η τραγική ειρωνεία είναι ότι τους καταλαβαίνω απόλυτα. Φταίει η κοινωνία μας, οι προκαταλήψεις και ο ρατσισμός τον οποίο βιώνουμε σε όλους τους τομείς της. «Τι θα πει ο κόσμος!». Δυστυχώς έτσι έχουν τα πράγματα. Μακάρι να μπορούσα να κάνω κάτι, έτσι ώστε με ένα κλικ να γίνω αυτό που θέλουν να γίνω, να φύγει η «αρρώστια» από πάνω μου, να εξαφανιστεί, αλλά δεν μπορώ. Για αυτό ήθελα να σου μιλήσω…»
«CUT! Κάνε μια ευχή!»
Το χαμόγελο του Ορέστη, είναι η ευχή πως τα πράγματα κάποτε θα αλλάξουν, οι προκαταλήψεις θα εξαντληθούν, ελπίζοντας ότι αυτή η αλλαγή, στη δική του περίπτωση, θα φέρει πίσω την αθωότητα των αναμνήσεων τις οποίες κρατά βαθιά φυλαγμένες στην καρδιά του.
«Τους αγαπώ πολύ, τους σκέφτομαι και εύχομαι κάποτε οι συνθήκες να είναι τέτοιες, έτσι ώστε η κοινωνία να τους ‘επιτρέψει’ να δουν τα πράγματα αλλιώς. Να δουν όλοι τα πράγματα αλλιώς. Εγώ, θα περιμένω…».
Είμαι έτοιμος να αποχωρίσω, γνωρίζοντας ότι ο «Ορέστης», οι γονείς του, εσύ κι εγώ, θα συνεχίσουμε το ταξίδι μας μέχρι να ανταμώσουμε ξανά… ή ίσως και ποτέ.
«Γεια σου. Ονομάζομαι Ορέστης. Όταν τελειώσουν όλα αυτά, μετά από πολλά χρόνια, θέλω να γράψεις ολόκληρη την ιστορία. Σου υπόσχομαι, ότι θα έχει το καλύτερο τέλος στον κόσμο!».
(Η Dr. Zenonos – The Dental Clinic και το χαμόγελο του “Ορέστη”, με την εισφορά τους, για αυτή την εβδομάδα, εξασφάλισαν 70 προγεύματα, τα οποία θα προσφέρει στα παιδιά, το Πολυδύναμο Κέντρο “Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων” της Ιεράς Μητρόπολης Λεμεσού)
Info: Η Dr. Zenonos – The Dental Clinic, παρουσιάζει και στηρίζει την εκστρατεία «43 Χαμόγελα!» όπου θα συναντήσω και θα «φωτογραφίσω» τον «εαυτό» μου και 42 φίλους, οι οποίοι μοιράζονται μαζί μου συνηθισμένα πράγματα, γεμάτα με χαμόγελα! Μετά το πέρας της «αποστολής», και την ηλεκτρονική δημοσίευση των 43 ιστοριών, θα ακολουθήσει η έκδοσή τους σε βιβλίο, από την Dr. Zenonos – The Dental Clinic, όπου όλα τα έσοδά του θα διατεθούν στο Πολυδύναμο Κέντρο Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων, για τα προγεύματα των παιδιών, τα οποία ετοιμάζει και προσφέρει η ομάδα της Ιεράς Μητρόπολης Λεμεσού. Οι φίλοι που θα «συναντήσω» συμμετέχουν, όπως κι εγώ, στην εκστρατεία αφιλοκερδώς. Οι μικρές μας ιστορίες θα δημοσιεύονται κάθε Παρασκευή. Η παρουσίαση του βιβλίου «43 Χαμόγελα!», θα πραγματοποιηθεί στη Λεμεσό, την Παρασκευή 2 Οκτωβρίου, το 2015, Παγκόσμια ημέρα Χαμόγελου…